σφιγγίον: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφιγγίον''': τό, [[ψέλλιον]], περιδέραιον, Λουκ. Ἀπολ. 1.
|lstext='''σφιγγίον''': τό, [[ψέλλιον]], περιδέραιον, Λουκ. Ἀπολ. 1.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />bracelet, collier.<br />'''Étymologie:''' [[σφίγγω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀμφιδέαι]], [[βραχιονιστήρ]], [[κρίκος]], περιβραχιόνιον, [[περίχειρον]], [[ψέλιον]].<br /><i><b>Syn.</b></i> δεράγκη, [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μάννος]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά.
}}
}}