ἐπιληκέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιληκέω''': ἐπιβοῶ ἐπιδοκιμάζων, ὡς τὸ [[ἐπιάχω]], ἢ κτυπῶ χρόνον διὰ τοῦ ποδὸς εἰς τοὺς χορεύοντας, κοῦροι δ’ ἐπελήκεον ἄλλοι, «ἐπεκρότουν» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 379.
|lstext='''ἐπιληκέω''': ἐπιβοῶ ἐπιδοκιμάζων, ὡς τὸ [[ἐπιάχω]], ἢ κτυπῶ χρόνον διὰ τοῦ ποδὸς εἰς τοὺς χορεύοντας, κοῦροι δ’ ἐπελήκεον ἄλλοι, «ἐπεκρότουν» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 379.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf. poét.</i> ἐπελήκεον;<br />faire du bruit en battant des mains <i>ou</i> en marquant la mesure à des danseurs.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ληκέω]].
}}
}}