νόμος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νόμος''': ([[νέμω]]) [[κυρίως]] πᾶν ὅ,τι ἔχει ἀπονεμηθῇ ἢ δοθῇ κατ’ ἀναλογίαν, πᾶν ὅ, τι κατέχει τις ἢ μεταχειρίζεται, πρῶτον πάρ’ Ἡσ. (ὅτι ἡ [[λέξις]] δὲν ὑπῆρχε παρ’ Ὁμήρ. ἦν γνωστὸν τῷ Ἰωσήπῳ κατὰ Ἀπ. 2. 15, 3)· - [[ἐντεῦθεν]], 1) [[χρῆσις]], [[συνήθεια]], καὶ πᾶν ὅ,τι [[ἕνεκα]] τούτων γίνεται [[νόμος]], Λατ. institutum, Μοῦσαι... μέλπονται· πάντων τε νόμους καὶ ἤθεα κεδνὰ Ἡσ. Θ. 66· [[νόμος]] πάντων [[βασιλεύς]], ἡ [[συνήθεια]], τὸ ἔθιμον [[εἶναι]] τὸ ἀνώτατον πάντων, Πίνδ. παρ’ Ἡροδ. 3. 38, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 337D· τόνδε.. νόμον διέταξε [[Κρονίων]]... θηρσί... ἐσθέμεν ἀλλήλους Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 274· ἄφθογγον [[εἶναι]] τὸν παλαμναῖον [[νόμος]] [ἐστι] Αἰσχύλ. Εὐμ. 448· νόμον κάλλιστον ἐξευρόντα, πειθαρχεῖν πατρὶ Σοφ. Τρ. 1177· - [[μετὰ]] προθέσ., κατὰ νόμον, κατ’ [[ἔθος]], ἢ νόμον, Ἡσ. Θ. 417, Ἡρόδ. 1. 61, καὶ Ἀττ. ποιητ., κὰν νόμον Πινδ. Ο. 8. 103· οἱ κατὰ ν. ὄντες θεοί, οἱ καθιερωμένοι, νόμιμοι θεοί, Πλάτ. Νόμ. 904Α· οὕτω, κατὰ νόμους Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 241· - παρὰ νόμον, νόμους, [[ἐναντίον]] τῶν νόμων, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 164, Πλάτ. Τίμ. 83Ε, κτλ.· - ἐν Πανελλάνων νόμῳ, κατὰ συνήθειαν τῶν..., Πινδ. Ι. 2. 56· ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ, κατὰ τὴν Ἀδράστειον νομοθέτησιν, δηλ. ἐν Νεμέᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 52, πρβλ. 8 ἐν τέλ.· - οὕτω κατὰ δοτ. νόμῳ, κατ’ [[ἔθος]], κατὰ συνθήκην, κατὰ κοινὴν συναίνεσιν, ἀντίθ. τῷ φύσει, Ἡρόδ. 4. 39, Ἀριστ. 1. 3, 2, πρβλ. Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 231Ε· - ὅσον νόμου [[χάριν]], Λατ. dicis causâ, [[χάριν]] τοῦ τύπου, Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 14. β) ἐν Ἀθήναις νόμοι ἐκαλοῦντο [[κυρίως]] οἱ τοῦ Σόλωνος· οἱ δὲ τοῦ Δράκοντος ὠνομάζοντο θεσμοὶ (τὸ παρ’ Ὁμήρῳ θέμιστες)· ἀκολούθως [[καθόλου]] πᾶς [[νόμος]], [[ἀπόφασις]], [[διαταγή]], (ἴδε ἐν λ. [[ψήφισμα]])· νόμον τιθέναι καὶ τίθεσθαι, ἴδε ἐν λ. [[τίθημι]] Α. ΙΙΙ. 2. 2) [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγμ., οὗτός τοι πεδίων πέλεται [[νόμος]], «[[οὗτος]] τῆς γεωργίας [[νόμος]] ἐστὶν» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 386, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 120, Ν. 3. 96· ἔργων..., ὧν νόμοι πρόκεινται Σοφ. Ο. Τ. 865· - ἐν χειρῶν νόμῳ, διὰ τοῦ νόμου τῆς ἰσχύος, διὰ τῆς βίας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν δίκης νόμῳ· - ἐν χειρῶν νόμῳ διαφθείρεσθαι, ἀπόλλυσθαι ἢ πίπτειν, ἀποθνήσκειν ἐν τῇ συμπλοκῇ, ἐν τῇ μάχῃ, Ἡρόδ. 8. 89, καὶ [[συχν]]. παρὰ Πολυβ.· ἐν χειρὸς νόμῳ, ἐν πραγματικῷ πολέμῳ, κατὰ τὸν νόμον τοῦ πολέμου, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 4· [[ὡσαύτως]] ἐς χειρῶν νόμων ἀπικέσθαι, ἔρχεσθαι εἰς χεῖρας, Ἡρόδ. 9. 48. ΙΙ. μουσικὸς [[ῥυθμός]], [[ἦχος]], Αἰσχύλ. Πρ. 575, Θήβ. 954, Χο. 823, Πλάτ., κτλ.· νόμοι κιθαρῳδικοὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1282· [[ἀηδόνιος]] ν. [[αὐτόθι]] 684. 2) ἰδίως παλαιὸν [[εἶδος]] ᾆσματος ἢ ᾠδῆς συγγενὲς τῷ διθυράμβῳ καὶ [[ἄνευ]] τινὸς ἀντιστροφῆς, Ἀριστ. Προβλ. 19. 15, πρβλ. Πλούτ. 2. 1133D κἑξ.· ἀλλ’ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διθυραμβικά, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 13· ᾔδετο τὸ τοιοῦτον ᾆσμα κατ’ ἰδιαίτερον τρόπον πρὸς λύραν ἢ αὐλὸν πρὸς τιμὴν θεοῦ τινος, συνήθως τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἡρόδ. 1. 24, ἴδε ἐν λ. [[ὄρθιος]] ΙΙ. 2)· οὕτω, [[νόμος]] [[ἵππειος]] Πινδ. Ο. 1. 163· ὁ Βοιώτιος ν. Σοφ. Ἀποσπ. 858· νόμοι πολεμικοί, [[μέλη]] πολεμ., Θουκ. 5. 69· μεταφ., θροεῖς τοὺς Ἅιδου ν. Σοφ. Ἀποσπ. 407. ΙΙΙ. = νοῦμμος, ὃ ἴδε.
|lstext='''νόμος''': ([[νέμω]]) [[κυρίως]] πᾶν ὅ,τι ἔχει ἀπονεμηθῇ ἢ δοθῇ κατ’ ἀναλογίαν, πᾶν ὅ, τι κατέχει τις ἢ μεταχειρίζεται, πρῶτον πάρ’ Ἡσ. (ὅτι ἡ [[λέξις]] δὲν ὑπῆρχε παρ’ Ὁμήρ. ἦν γνωστὸν τῷ Ἰωσήπῳ κατὰ Ἀπ. 2. 15, 3)· - [[ἐντεῦθεν]], 1) [[χρῆσις]], [[συνήθεια]], καὶ πᾶν ὅ,τι [[ἕνεκα]] τούτων γίνεται [[νόμος]], Λατ. institutum, Μοῦσαι... μέλπονται· πάντων τε νόμους καὶ ἤθεα κεδνὰ Ἡσ. Θ. 66· [[νόμος]] πάντων [[βασιλεύς]], ἡ [[συνήθεια]], τὸ ἔθιμον [[εἶναι]] τὸ ἀνώτατον πάντων, Πίνδ. παρ’ Ἡροδ. 3. 38, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 337D· τόνδε.. νόμον διέταξε [[Κρονίων]]... θηρσί... ἐσθέμεν ἀλλήλους Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 274· ἄφθογγον [[εἶναι]] τὸν παλαμναῖον [[νόμος]] [ἐστι] Αἰσχύλ. Εὐμ. 448· νόμον κάλλιστον ἐξευρόντα, πειθαρχεῖν πατρὶ Σοφ. Τρ. 1177· - [[μετὰ]] προθέσ., κατὰ νόμον, κατ’ [[ἔθος]], ἢ νόμον, Ἡσ. Θ. 417, Ἡρόδ. 1. 61, καὶ Ἀττ. ποιητ., κὰν νόμον Πινδ. Ο. 8. 103· οἱ κατὰ ν. ὄντες θεοί, οἱ καθιερωμένοι, νόμιμοι θεοί, Πλάτ. Νόμ. 904Α· οὕτω, κατὰ νόμους Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 241· - παρὰ νόμον, νόμους, [[ἐναντίον]] τῶν νόμων, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 164, Πλάτ. Τίμ. 83Ε, κτλ.· - ἐν Πανελλάνων νόμῳ, κατὰ συνήθειαν τῶν..., Πινδ. Ι. 2. 56· ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ, κατὰ τὴν Ἀδράστειον νομοθέτησιν, δηλ. ἐν Νεμέᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 52, πρβλ. 8 ἐν τέλ.· - οὕτω κατὰ δοτ. νόμῳ, κατ’ [[ἔθος]], κατὰ συνθήκην, κατὰ κοινὴν συναίνεσιν, ἀντίθ. τῷ φύσει, Ἡρόδ. 4. 39, Ἀριστ. 1. 3, 2, πρβλ. Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 231Ε· - ὅσον νόμου [[χάριν]], Λατ. dicis causâ, [[χάριν]] τοῦ τύπου, Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 14. β) ἐν Ἀθήναις νόμοι ἐκαλοῦντο [[κυρίως]] οἱ τοῦ Σόλωνος· οἱ δὲ τοῦ Δράκοντος ὠνομάζοντο θεσμοὶ (τὸ παρ’ Ὁμήρῳ θέμιστες)· ἀκολούθως [[καθόλου]] πᾶς [[νόμος]], [[ἀπόφασις]], [[διαταγή]], (ἴδε ἐν λ. [[ψήφισμα]])· νόμον τιθέναι καὶ τίθεσθαι, ἴδε ἐν λ. [[τίθημι]] Α. ΙΙΙ. 2. 2) [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγμ., οὗτός τοι πεδίων πέλεται [[νόμος]], «[[οὗτος]] τῆς γεωργίας [[νόμος]] ἐστὶν» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 386, πρβλ. Πινδ. Π. 1. 120, Ν. 3. 96· ἔργων..., ὧν νόμοι πρόκεινται Σοφ. Ο. Τ. 865· - ἐν χειρῶν νόμῳ, διὰ τοῦ νόμου τῆς ἰσχύος, διὰ τῆς βίας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν δίκης νόμῳ· - ἐν χειρῶν νόμῳ διαφθείρεσθαι, ἀπόλλυσθαι ἢ πίπτειν, ἀποθνήσκειν ἐν τῇ συμπλοκῇ, ἐν τῇ μάχῃ, Ἡρόδ. 8. 89, καὶ [[συχν]]. παρὰ Πολυβ.· ἐν χειρὸς νόμῳ, ἐν πραγματικῷ πολέμῳ, κατὰ τὸν νόμον τοῦ πολέμου, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 14, 4· [[ὡσαύτως]] ἐς χειρῶν νόμων ἀπικέσθαι, ἔρχεσθαι εἰς χεῖρας, Ἡρόδ. 9. 48. ΙΙ. μουσικὸς [[ῥυθμός]], [[ἦχος]], Αἰσχύλ. Πρ. 575, Θήβ. 954, Χο. 823, Πλάτ., κτλ.· νόμοι κιθαρῳδικοὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1282· [[ἀηδόνιος]] ν. [[αὐτόθι]] 684. 2) ἰδίως παλαιὸν [[εἶδος]] ᾆσματος ἢ ᾠδῆς συγγενὲς τῷ διθυράμβῳ καὶ [[ἄνευ]] τινὸς ἀντιστροφῆς, Ἀριστ. Προβλ. 19. 15, πρβλ. Πλούτ. 2. 1133D κἑξ.· ἀλλ’ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διθυραμβικά, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 13· ᾔδετο τὸ τοιοῦτον ᾆσμα κατ’ ἰδιαίτερον τρόπον πρὸς λύραν ἢ αὐλὸν πρὸς τιμὴν θεοῦ τινος, συνήθως τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἡρόδ. 1. 24, ἴδε ἐν λ. [[ὄρθιος]] ΙΙ. 2)· οὕτω, [[νόμος]] [[ἵππειος]] Πινδ. Ο. 1. 163· ὁ Βοιώτιος ν. Σοφ. Ἀποσπ. 858· νόμοι πολεμικοί, [[μέλη]] πολεμ., Θουκ. 5. 69· μεταφ., θροεῖς τοὺς Ἅιδου ν. Σοφ. Ἀποσπ. 407. ΙΙΙ. = νοῦμμος, ὃ ἴδε.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> usage, coutume : κατὰ νόμον HDT selon l’usage, d’après la coutume ; [[γυναικεῖος]] [[νόμος]] ESCHL la coutume des femmes;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> opinion générale, maxime ; règle de conduite;<br /><b>2</b> usage, coutume ayant force de loi, loi : νόμῳ ATT d’après la loi ; νόμῳ καὶ δίκῃ ATT d’après la loi et le droit ; [[ἐς]] [[χειρῶν]] νόμον ἀπικέσθαι HDT en venir aux mains;<br /><b>3</b> <i>t. de mus.</i> mode musical <i>en parl. des cinq modes phrygien, lydien, ionien, éolien et dorien</i> ; air, chant : [[νόμος]] ὀξὺς [[ὄρθιος]] ESCHL mélodie qui se chante sur un ton élevé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[νέμω]].
}}
}}