κλοπή: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλοπή''': ἡ, ([[κλέπτω]]) κοινῶς «κλεψιά», Λατ. furtum, Αἰσχύλ. Ἀγ. 534· ἐν τῷ πληθυντ., ὁ [[αὐτόθι]] 403, Εὐρ. Ἑλ. 1175· κλοπῆς [[δίκη]], [[καταγγελία]] ἐπὶ κλοπῇ καὶ [[δίκη]], Πλάτ. Πρωτ. 322Α· κλοπῆς γράφεσθαι (δηλ. γραφὴν) Ἀντιφῶν 115. 25, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 444· κλοπῆς [[ὀφλεῖν]] Ἀνδοκ. 10. 20· ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Λυσ. 185. 34· ἱερῶν κλοπαί, ἱεροσυλίαι, Πλάτ. Εὐθύφρων 5D· ― κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θρασύτερον ἁρπαγὴ ἢ [[λῃστεία]], Πλάτ. Νόμ. 941Β, Δημ. 735. 11, πρβλ. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἐπὶ συγγραφέων, ἡ [[ἰδιοποίησις]] ξένων ἰδεῶν, Πορφύρ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 465D. ΙΙ. μυστικὴ [[πρᾶξις]], [[ἀπάτη]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 100, Αἰσχίν. 35. 25· κλοπῇ, λαθραίως ἢ δι’ ἀπάτης, Σοφ. Φιλ. 1025, Εὐρ. Ἴων 1254· ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι = φυγὴν ἀρέσθαι, φυγεῖν [[μετὰ]] λαθραίας ταχύτητος ποδῶν, Σοφ. Αἴ. 245. ΙΙΙ. ἡ ἐξ ἀπροσδοκήτου λαθραία [[κατάληψις]] στρατιωτικῆς θέσεως ([[κλέπτω]] IV. 2), Ξεν. Ἀν. 4. 6, 14.
|lstext='''κλοπή''': ἡ, ([[κλέπτω]]) κοινῶς «κλεψιά», Λατ. furtum, Αἰσχύλ. Ἀγ. 534· ἐν τῷ πληθυντ., ὁ [[αὐτόθι]] 403, Εὐρ. Ἑλ. 1175· κλοπῆς [[δίκη]], [[καταγγελία]] ἐπὶ κλοπῇ καὶ [[δίκη]], Πλάτ. Πρωτ. 322Α· κλοπῆς γράφεσθαι (δηλ. γραφὴν) Ἀντιφῶν 115. 25, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 444· κλοπῆς [[ὀφλεῖν]] Ἀνδοκ. 10. 20· ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Λυσ. 185. 34· ἱερῶν κλοπαί, ἱεροσυλίαι, Πλάτ. Εὐθύφρων 5D· ― κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θρασύτερον ἁρπαγὴ ἢ [[λῃστεία]], Πλάτ. Νόμ. 941Β, Δημ. 735. 11, πρβλ. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἐπὶ συγγραφέων, ἡ [[ἰδιοποίησις]] ξένων ἰδεῶν, Πορφύρ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 465D. ΙΙ. μυστικὴ [[πρᾶξις]], [[ἀπάτη]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 100, Αἰσχίν. 35. 25· κλοπῇ, λαθραίως ἢ δι’ ἀπάτης, Σοφ. Φιλ. 1025, Εὐρ. Ἴων 1254· ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι = φυγὴν ἀρέσθαι, φυγεῖν [[μετὰ]] λαθραίας ταχύτητος ποδῶν, Σοφ. Αἴ. 245. ΙΙΙ. ἡ ἐξ ἀπροσδοκήτου λαθραία [[κατάληψις]] στρατιωτικῆς θέσεως ([[κλέπτω]] IV. 2), Ξεν. Ἀν. 4. 6, 14.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> vol, larcin, rapt d’une femme;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> toute action furtive <i>ou</i> clandestine ; ποδοῖν κλοπὰν [[ἀρέσθαι]] SOPH prendre secrètement la fuite ; ruse, dissimulation, fourberie ; surprise d’un poste militaire.<br />'''Étymologie:''' R. Κλεφ, cacher.
}}
}}