3,274,216
edits
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατευθύνω''': [[κάμνω]] ἢ διατηρῶ τι εὐθύ, [[φέρω]] τι κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, τὴν πτῆσιν Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 10. 3· τὴν ἀρχὴν Πλούτ. 2. 780Β· βιοτῆς οἴακα κατευθύνεσκες ἐν οἴκῳ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 243. 26.- Παθ., αἱ περιφοραὶ κατευθυνόμεναι Πλάτ. Τίμ. 44Β. 2) διορθώνω, ὁδηγῶ ὀρθῶς, διοικῶ, τὰς [[φύσεις]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 807Α· τινὰ εἰς τὸν [[αὐτοῦ]] δρόμον [[αὐτόθι]] 847Α· τὸν ἐλέφαντα τῷ δρεπάνῳ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, ἐν τέλ.· τὴν ναῦν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 13· τὰ παρόντα πρὸς τὸ [[τέλος]] Πλουτ. Κάμιλλ. 42· πρὸς τὰ βελτίονα τοὺς νέους ὁ αὐτ. 2. 20D. 3) κ. τινός, ζητῶ λόγον [[παρά]] τινος, [[καταδικάζω]], Πλάτ. Νόμ. 945Α, πρβλ. [[Πολυδ]]. Η΄, 22. ΙΙ. ἀμεταβ., [[κατευθύνω]] (ἐμαυτόν), κατευθύνομαι, διευθύνομαι κατ’ εὐθεῖαν [[πρός]] τινα, ἐπὶ τοὺς πολεμίους Πλουτ. Ἀλέξ. 33. | |lstext='''κατευθύνω''': [[κάμνω]] ἢ διατηρῶ τι εὐθύ, [[φέρω]] τι κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, τὴν πτῆσιν Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 10. 3· τὴν ἀρχὴν Πλούτ. 2. 780Β· βιοτῆς οἴακα κατευθύνεσκες ἐν οἴκῳ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 243. 26.- Παθ., αἱ περιφοραὶ κατευθυνόμεναι Πλάτ. Τίμ. 44Β. 2) διορθώνω, ὁδηγῶ ὀρθῶς, διοικῶ, τὰς [[φύσεις]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 807Α· τινὰ εἰς τὸν [[αὐτοῦ]] δρόμον [[αὐτόθι]] 847Α· τὸν ἐλέφαντα τῷ δρεπάνῳ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, ἐν τέλ.· τὴν ναῦν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 13· τὰ παρόντα πρὸς τὸ [[τέλος]] Πλουτ. Κάμιλλ. 42· πρὸς τὰ βελτίονα τοὺς νέους ὁ αὐτ. 2. 20D. 3) κ. τινός, ζητῶ λόγον [[παρά]] τινος, [[καταδικάζω]], Πλάτ. Νόμ. 945Α, πρβλ. [[Πολυδ]]. Η΄, 22. ΙΙ. ἀμεταβ., [[κατευθύνω]] (ἐμαυτόν), κατευθύνομαι, διευθύνομαι κατ’ εὐθεῖαν [[πρός]] τινα, ἐπὶ τοὺς πολεμίους Πλουτ. Ἀλέξ. 33. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> diriger en droite ligne : τὴν ἀρχήν PLUT gouverner avec rectitude ; diriger dans le droit chemin : πρὸς τὰ βελτίονα τοὺς νέους PLUT guider les jeunes gens vers le mieux;<br /><b>2</b> <i>intr. (s.e.</i> ἑαυτόν) marcher droit.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὐθύνω]]. | |||
}} | }} |