3,274,873
edits
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χασμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἀεὶ χασμώμενος, [[ὑπνώδης]], ὃν καὶ ἔσκωψε νωθρὸν [[ὄντα]] καὶ χασμώδη Διογ. Λ. 4. 32· τὸ χασμῶδες καὶ ῥᾴθυμον, τὸ ἀπρόθυμον, ἐνδοιαστικόν, Πλούτ. 2. 92C. | |lstext='''χασμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἀεὶ χασμώμενος, [[ὑπνώδης]], ὃν καὶ ἔσκωψε νωθρὸν [[ὄντα]] καὶ χασμώδη Διογ. Λ. 4. 32· τὸ χασμῶδες καὶ ῥᾴθυμον, τὸ ἀπρόθυμον, ἐνδοιαστικόν, Πλούτ. 2. 92C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />sujet aux bâillements ; somnolent, nonchalant;<br />τὸ χασμῶδες PLUT la nonchalance.<br />'''Étymologie:''' [[χάσμη]], -ωδης. | |||
}} | }} |