χασμώδης: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χασμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἀεὶ χασμώμενος, [[ὑπνώδης]], ὃν καὶ ἔσκωψε νωθρὸν [[ὄντα]] καὶ χασμώδη Διογ. Λ. 4. 32· τὸ χασμῶδες καὶ ῥᾴθυμον, τὸ ἀπρόθυμον, ἐνδοιαστικόν, Πλούτ. 2. 92C.
|lstext='''χασμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἀεὶ χασμώμενος, [[ὑπνώδης]], ὃν καὶ ἔσκωψε νωθρὸν [[ὄντα]] καὶ χασμώδη Διογ. Λ. 4. 32· τὸ χασμῶδες καὶ ῥᾴθυμον, τὸ ἀπρόθυμον, ἐνδοιαστικόν, Πλούτ. 2. 92C.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />sujet aux bâillements ; somnolent, nonchalant;<br />τὸ χασμῶδες PLUT la nonchalance.<br />'''Étymologie:''' [[χάσμη]], -ωδης.
}}
}}