προσλάζυμαι: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσλάζῠμαι''': ἀποθετ., γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι, «ἐχόμεναι τῆς γεραιᾶς χειρὸς» (σχολ.), Εὐρ. Ἑκ. 64.
|lstext='''προσλάζῠμαι''': ἀποθετ., γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι, «ἐχόμεναι τῆς γεραιᾶς χειρὸς» (σχολ.), Εὐρ. Ἑκ. 64.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><i>poét. c.</i> [[προσλαμβάνω]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λάζυμαι]].
}}
}}