παφλάζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παφλάζω''': μέλλ. -άσω· ἐπὶ τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης, κύματα παφλάζοντα, «ἠχοῦντα, ἀναζέοντα. [[ὀνοματοποιΐα]] ὁ [[τρόπος]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 798· ἐπὶ τοῦ αἰθέρος, αἰθὴρ παφλάζων κατανίσσεται Ἐμπεδ. 349· ἐπὶ βράζοντος ὕδατος, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 423· λοπὰς π. βαρβάρῳ φυσήματι Εὔβουλ. ἐν «Τιτᾶσι» 1· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἔγχελυς]] .. παφλάζεται Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 4· ― μεταφορ., φυσῶ θορυβωδῶς, [[κομπάζω]], θορυβῶ, ἐπὶ τοῦ ὠργισμένου Κλέωνος (πρβλ. [[Παφλαγών]]), Ἀριστοφ. Εἰρήν. 314, Ἱππ. 919. 2) π. τῇ φωνῇ, [[τραυλίζω]], Ἱππ. 55. 33., 1040C. (Ὀνοματοπ. ὡς τὸ [[καχλάζω]]).
|lstext='''παφλάζω''': μέλλ. -άσω· ἐπὶ τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης, κύματα παφλάζοντα, «ἠχοῦντα, ἀναζέοντα. [[ὀνοματοποιΐα]] ὁ [[τρόπος]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 798· ἐπὶ τοῦ αἰθέρος, αἰθὴρ παφλάζων κατανίσσεται Ἐμπεδ. 349· ἐπὶ βράζοντος ὕδατος, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 423· λοπὰς π. βαρβάρῳ φυσήματι Εὔβουλ. ἐν «Τιτᾶσι» 1· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἔγχελυς]] .. παφλάζεται Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 4· ― μεταφορ., φυσῶ θορυβωδῶς, [[κομπάζω]], θορυβῶ, ἐπὶ τοῦ ὠργισμένου Κλέωνος (πρβλ. [[Παφλαγών]]), Ἀριστοφ. Εἰρήν. 314, Ἱππ. 919. 2) π. τῇ φωνῇ, [[τραυλίζω]], Ἱππ. 55. 33., 1040C. (Ὀνοματοπ. ὡς τὸ [[καχλάζω]]).
}}
{{bailly
|btext=être en ébullition, bouillonner ; <i>Pass. fig.</i> bouillonner de colère, d’impatience.<br />'''Étymologie:''' forme redoublée de [[φλάζω]].
}}
}}