εὐφόρμιγξ: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐφόρμιγξ''': -ιγγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν φόρμιγγα, [[καλῶς]] φορμίζων, Ἀνθ. Π. 7. 10. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ λυρικῆς μουσικῆς, μολπῆς εὐφόρμιγγος, συνοδευομένης ὑπὸ καλῆς φορμιγγος ἢ [[λίαν]] μελῳδικῆς, Ὀππ. Ἁλ. 5. 618.
|lstext='''εὐφόρμιγξ''': -ιγγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν φόρμιγγα, [[καλῶς]] φορμίζων, Ἀνθ. Π. 7. 10. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ λυρικῆς μουσικῆς, μολπῆς εὐφόρμιγγος, συνοδευομένης ὑπὸ καλῆς φορμιγγος ἢ [[λίαν]] μελῳδικῆς, Ὀππ. Ἁλ. 5. 618.
}}
{{bailly
|btext=ιγγος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui joue bien de la lyre;<br /><b>2</b> qui résonne harmonieusement sur la lyre.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[φόρμιγξ]].
}}
}}