3,277,073
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐφόρμιγξ''': -ιγγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν φόρμιγγα, [[καλῶς]] φορμίζων, Ἀνθ. Π. 7. 10. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ λυρικῆς μουσικῆς, μολπῆς εὐφόρμιγγος, συνοδευομένης ὑπὸ καλῆς φορμιγγος ἢ [[λίαν]] μελῳδικῆς, Ὀππ. Ἁλ. 5. 618. | |lstext='''εὐφόρμιγξ''': -ιγγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν φόρμιγγα, [[καλῶς]] φορμίζων, Ἀνθ. Π. 7. 10. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ λυρικῆς μουσικῆς, μολπῆς εὐφόρμιγγος, συνοδευομένης ὑπὸ καλῆς φορμιγγος ἢ [[λίαν]] μελῳδικῆς, Ὀππ. Ἁλ. 5. 618. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιγγος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui joue bien de la lyre;<br /><b>2</b> qui résonne harmonieusement sur la lyre.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[φόρμιγξ]]. | |||
}} | }} |