συνείλησις: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνείλησις''': ἡ, τὸ συνειλῆσθαι, ἐπὶ χερσαίου ἐχίνου [[ὅταν]] συνειλῆται, κουβαριάζεται, «ὁ δὲ ἀποπνίγεται, τοῦ πνεύματος [[ἔνδον]] ἐκ τῆς συνειλήσεως κατεσχημένου» Αἰλ. π. Ζ. 6. 64.
|lstext='''συνείλησις''': ἡ, τὸ συνειλῆσθαι, ἐπὶ χερσαίου ἐχίνου [[ὅταν]] συνειλῆται, κουβαριάζεται, «ὁ δὲ ἀποπνίγεται, τοῦ πνεύματος [[ἔνδον]] ἐκ τῆς συνειλήσεως κατεσχημένου» Αἰλ. π. Ζ. 6. 64.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se ramasser sur soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[συνειλέω]].
}}
}}