σφίγγω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφίγγω''': μέλλ. σφίγξω Ἀνθόλ. Π. 12. 208· ἀόρ. ἔσφιγξα Ἄλεξ. ἐν «Ἀχαΐδι» 2, Ἀνθολ., κλπ. ― Μέσ., ἀόρ. ἐσφιγξάμην Ἑρμησιάναξ. 81, Νόνν. ― Παθ., ἀόρ. ἐσφίγχθην Ἀνθολ. Π. 6. 331. (ἀπ-) Ἱππ. 860D· πρκμ. ἔσφιγμαι Διον. Ἁλ. 7. 72, Λουκ., ἀπαρέμ. ἐσφίγχθαι ἢ ἐσφίχθαι, μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Φιλοστρ. (Ἐντεῦθεν [[Σφίγξ]], σφιγκτήρ, σφιγκτός, σφίγμα· ― ὁ Κούρτ. σχετίζει καὶ τὸ φιμὸς καὶ τὸ Λατ. fī-lum (fig-lum), fig-o πρὸς ταύτην τὴν ῥίζαν). Ὡς καὶ νῦν, δένω σφιγκτά, δυνατά, [[σφίγγω]]: 1) ἐπὶ τοῦ δενομένου προσώπου ἢ πράγματος, σφ. πόδας, χεῖρας Βατραχομυομ. 71, 88· ἄρασσε [[μᾶλλον]], σφίγγε Αἰσχύλ. Πρ. 58· σφίγγετ’, ἀμαλλοδέται, τὰ δράγματα Θεόκρ. 10. 44· κεκρύφαλοι σφ. τὴν [[τρίχα]] Ἀνθ. Π. 5. 260· κρεμᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῦ τραχήλου Λουκ. Ὄν. 24· σφ. πύλας, [[κατακλείω]], Ἀνθ. Π. 5. 294· σφ. τόκους, [[περισφίγγω]], κρατῶ σφιγκτῶς, [[αὐτόθι]] 11. 289· σφ. τὴν φράσιν, [[περικόπτω]], [[συντέμνω]], Πλούτ. 2. 1014F, πρβλ. Δημήτρ. Φαλ. § 244· [[ἀλλά]], σφ. λόγον, σταματῶ τὸν λόγον μου, δένεται ἡ γλῶσσά μου Πλούτ. 2. 6Ε. ― Παθ., ἐσφίγγετο [[πέπλος]] ζωστῆρι Θεόκρ. 7. 17 σ. ὑπὸ τοῦ βρόχου Διόδ. 12. 17· σφιγχθεὶς χέρας Ἀνθ. Πλαν. 198· σφ. δράκοντι ὁ αὐτ. Π. 6. 331· οὐ κατὰ τοὺς σφῆκας [[πάνυ]] ἐσφιγμένοι Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 3· ― ὡσαύτω ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σφ. πλοκάμους, δένω τὴν κόμην μου, περιδένω, Χριστοδ. Ἔκφρ. 273· καὶ [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἐνεργ., Ἑρμησιάν. 81. Νόνν. 2) ἐπὶ τοῦ πράγματος [[ὅπερ]] χρησιμεύει ὡς [[δεσμός]], στραγγαλίδας ἐσφίγγετε, ἐδένετε σφιγκτῶς κόμβους, δηλ. ἠγείρετε παντὸς εἴδους δυσκολίας, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 12· ἀγκύλην τῆς ἐμβάδος οὐ [[καλῶς]] ἔσφιγξας λυθεῖσαν Ἄλεξ ἐν «Ἀχαΐδι» 2· σφίγξω σοῖς περὶ ποσσὶ πέδην Ἀνθ. Π. 5. 179· νεβρίδα στέρνοισι Νόνν. Δ. 1. 36· πέπλον ἑῷ καρήνῳ Μουσαῖ 252· σφιγχθεὶς [[στέφανος]] Ἀνθ. Π. 12. 135. ΙΙ. περιδένω, [[περιέχω]], [[περισφίγγω]], κρατῶ [[ὁμοῦ]], αἰθὴρ σφ. περὶ κύκλον ἅπαντα Ἐμπεδ. 236 σφ. πάντα Πλάτ. Τίμ. 58Α· ὁ ὠκεανὸς σφ. τὴν οἰκουμένην Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 11· πρβλ. Μελιννὼ παρὰ Στοβ. 87. 26, Ἀνθ. Π. 5. 294, 20.
|lstext='''σφίγγω''': μέλλ. σφίγξω Ἀνθόλ. Π. 12. 208· ἀόρ. ἔσφιγξα Ἄλεξ. ἐν «Ἀχαΐδι» 2, Ἀνθολ., κλπ. ― Μέσ., ἀόρ. ἐσφιγξάμην Ἑρμησιάναξ. 81, Νόνν. ― Παθ., ἀόρ. ἐσφίγχθην Ἀνθολ. Π. 6. 331. (ἀπ-) Ἱππ. 860D· πρκμ. ἔσφιγμαι Διον. Ἁλ. 7. 72, Λουκ., ἀπαρέμ. ἐσφίγχθαι ἢ ἐσφίχθαι, μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Φιλοστρ. (Ἐντεῦθεν [[Σφίγξ]], σφιγκτήρ, σφιγκτός, σφίγμα· ― ὁ Κούρτ. σχετίζει καὶ τὸ φιμὸς καὶ τὸ Λατ. fī-lum (fig-lum), fig-o πρὸς ταύτην τὴν ῥίζαν). Ὡς καὶ νῦν, δένω σφιγκτά, δυνατά, [[σφίγγω]]: 1) ἐπὶ τοῦ δενομένου προσώπου ἢ πράγματος, σφ. πόδας, χεῖρας Βατραχομυομ. 71, 88· ἄρασσε [[μᾶλλον]], σφίγγε Αἰσχύλ. Πρ. 58· σφίγγετ’, ἀμαλλοδέται, τὰ δράγματα Θεόκρ. 10. 44· κεκρύφαλοι σφ. τὴν [[τρίχα]] Ἀνθ. Π. 5. 260· κρεμᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῦ τραχήλου Λουκ. Ὄν. 24· σφ. πύλας, [[κατακλείω]], Ἀνθ. Π. 5. 294· σφ. τόκους, [[περισφίγγω]], κρατῶ σφιγκτῶς, [[αὐτόθι]] 11. 289· σφ. τὴν φράσιν, [[περικόπτω]], [[συντέμνω]], Πλούτ. 2. 1014F, πρβλ. Δημήτρ. Φαλ. § 244· [[ἀλλά]], σφ. λόγον, σταματῶ τὸν λόγον μου, δένεται ἡ γλῶσσά μου Πλούτ. 2. 6Ε. ― Παθ., ἐσφίγγετο [[πέπλος]] ζωστῆρι Θεόκρ. 7. 17 σ. ὑπὸ τοῦ βρόχου Διόδ. 12. 17· σφιγχθεὶς χέρας Ἀνθ. Πλαν. 198· σφ. δράκοντι ὁ αὐτ. Π. 6. 331· οὐ κατὰ τοὺς σφῆκας [[πάνυ]] ἐσφιγμένοι Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 3· ― ὡσαύτω ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σφ. πλοκάμους, δένω τὴν κόμην μου, περιδένω, Χριστοδ. Ἔκφρ. 273· καὶ [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἐνεργ., Ἑρμησιάν. 81. Νόνν. 2) ἐπὶ τοῦ πράγματος [[ὅπερ]] χρησιμεύει ὡς [[δεσμός]], στραγγαλίδας ἐσφίγγετε, ἐδένετε σφιγκτῶς κόμβους, δηλ. ἠγείρετε παντὸς εἴδους δυσκολίας, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 12· ἀγκύλην τῆς ἐμβάδος οὐ [[καλῶς]] ἔσφιγξας λυθεῖσαν Ἄλεξ ἐν «Ἀχαΐδι» 2· σφίγξω σοῖς περὶ ποσσὶ πέδην Ἀνθ. Π. 5. 179· νεβρίδα στέρνοισι Νόνν. Δ. 1. 36· πέπλον ἑῷ καρήνῳ Μουσαῖ 252· σφιγχθεὶς [[στέφανος]] Ἀνθ. Π. 12. 135. ΙΙ. περιδένω, [[περιέχω]], [[περισφίγγω]], κρατῶ [[ὁμοῦ]], αἰθὴρ σφ. περὶ κύκλον ἅπαντα Ἐμπεδ. 236 σφ. πάντα Πλάτ. Τίμ. 58Α· ὁ ὠκεανὸς σφ. τὴν οἰκουμένην Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 11· πρβλ. Μελιννὼ παρὰ Στοβ. 87. 26, Ἀνθ. Π. 5. 294, 20.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> σφίγξω, <i>ao.</i> ἔσφιγξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐσφίγχθην, <i>pf.</i> ἔσφιγμαι;<br />étreindre ; étreindre qqn pour l’embrasser ; <i>fig.</i> resserrer, condenser : φράσιν PLUT son style ; λόγον PLUT sa parole.<br />'''Étymologie:''' R. Σφιγ, serrer ; cf. <i>lat.</i> figo.
}}
}}