τυλώδης: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_8)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τυλώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[τυλοειδής]], [[ὥσπερ]] ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει, τῇ ψυχῇ μώλωπα μὴ λαμβάνοντος Πλούτ. 2. 46D.
|lstext='''τυλώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[τυλοειδής]], [[ὥσπερ]] ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει, τῇ ψυχῇ μώλωπα μὴ λαμβάνοντος Πλούτ. 2. 46D.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />calleux.<br />'''Étymologie:''' [[τύλος]], -ωδης.
}}
}}