κατάλαλος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάλᾰλος''': ὁ, ὁ [[συκοφάντης]], ὁ [[ἐναντίον]] τινὸς ὁμιλῶν, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 30.
|lstext='''κατάλᾰλος''': ὁ, ὁ [[συκοφάντης]], ὁ [[ἐναντίον]] τινὸς ὁμιλῶν, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 30.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />médisant, calomniateur.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λαλέω]].
}}
}}