3,274,921
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θυηπολέω''': εἶμαι [[θυηπόλος]], ἀσχολοῦμαι εἰς θυσίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 260, Εὐρ. Τρῳ. 330, Πλάτ. Πολ. 364Ε. 2) μεταβ., [[θυσιάζω]], Κρόνῳ θυηπολεῖν βρότειον... γένος Σοφ. Ἀποσπ. 132, πρβλ. 468∙ - Παθ., θυηπολεῖται δ’ ἄστυ μάντεων ὕπο, πληροῦται θυσιῶν ὑπ’ αὐτῶν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 401, ἴδε Ruhnk ἐν Τιμ. | |lstext='''θυηπολέω''': εἶμαι [[θυηπόλος]], ἀσχολοῦμαι εἰς θυσίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 260, Εὐρ. Τρῳ. 330, Πλάτ. Πολ. 364Ε. 2) μεταβ., [[θυσιάζω]], Κρόνῳ θυηπολεῖν βρότειον... γένος Σοφ. Ἀποσπ. 132, πρβλ. 468∙ - Παθ., θυηπολεῖται δ’ ἄστυ μάντεων ὕπο, πληροῦται θυσιῶν ὑπ’ αὐτῶν, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 401, ἴδε Ruhnk ἐν Τιμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être chargé du soin d’un sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[θυηπόλος]]. | |||
}} | }} |