λεπίδιον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπίδιον''': τό, (λεπὶς) μικρὰ [[λεπίς]], Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθηματ. 255, (κ. ἀλλ. [[λεπίς]]). ΙΙ. [[φυτόν]] τι τῆς Συρίας, τὸ ἄλλως καλούμενον [[γιγγίδιον]], χρησιμεῦον ὡς ἰσχιαδικὸν [[ἐπίπλασμα]], Διοσκ. 2. 205, Γαλην.: ― παρ’ Ἀθην. 119Β, 385Α, λέπιδι ἢ -διν, τό.
|lstext='''λεπίδιον''': τό, (λεπὶς) μικρὰ [[λεπίς]], Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθηματ. 255, (κ. ἀλλ. [[λεπίς]]). ΙΙ. [[φυτόν]] τι τῆς Συρίας, τὸ ἄλλως καλούμενον [[γιγγίδιον]], χρησιμεῦον ὡς ἰσχιαδικὸν [[ἐπίπλασμα]], Διοσκ. 2. 205, Γαλην.: ― παρ’ Ἀθην. 119Β, 385Α, λέπιδι ἢ -διν, τό.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite plante médicinale dont les feuilles laiteuses donnent l’[[ὀξύγαλα]].<br />'''Étymologie:''' [[λεπίς]].
}}
}}