τρίπολος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_16)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίπολος''': -ον, ἐπὶ ἀρούρας, ἡ τρὶς ἀροθεῖσα, πίειραν ἄρουραν, εὐρεῖαν τρίπολον Ἰλ. Σ. 542, Ὀδ. Ε. 127· νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ Ἡσ. Θεογον. 971.
|lstext='''τρίπολος''': -ον, ἐπὶ ἀρούρας, ἡ τρὶς ἀροθεῖσα, πίειραν ἄρουραν, εὐρεῖαν τρίπολον Ἰλ. Σ. 542, Ὀδ. Ε. 127· νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ Ἡσ. Θεογον. 971.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />labouré <i>ou</i> qu’on peut labourer trois fois ; très fertile.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[πολέω]].
}}
}}