συζεύγνυμι: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συζεύγνῡμι''': μέλλ. -ζεύξω, [[ὑποβάλλω]] [[ὁμοῦ]] εἰς [[ζυγόν]], ζευγνύω [[ὁμοῦ]], ἑνώνω, ἵππους Ἡρόδ. 4. 189, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26· [[μάλιστα]] εἰς γάμον, Εὐρ. Ἄλκ. 166, Ξεν. Οἰκ. 7. 30· σ. νέους καὶ [[νέας]] Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 6, κἑξ.· τὸν Ἄρη πρὸς τὴν Ἀφροδίτην [[αὐτόθι]] 2. 9, 8. ― Μέσ., ζευγνύω δι’ ἐμαυτὸν, ἅρμα Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51. ― Παθ., ζευγνύομαι μετά τινος, [[γίνομαι]] [[ζεῦγος]], ἑνοῦμαι ὡς [[ζεῦγος]], μετ’ [[ἀλλήλων]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 7. 6, 1· πρὸς ἀλλήλας Πολύβ. 8. 6, 2· μεταφορ., τῷ συνέζευξαι πλάνῳ; Εὐρ. Ἄλκ. 482· τὸν ἐμὸν δαίμον’, ᾧ ξυνεζύγην ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 98, πρβλ. Ἴωνα 313· τίνι πότμῳ ξυνεζύγην; ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 255· οἵᾳ ξυμφορᾷ ξυνεζύγης! ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 1389· συζυγέντες ὁμιλοῦσι, ζῶσιν ἐν στενῇ οἰκειότητι, Ξεν. Λακ. 2. 12. 2) σπανιώτερον [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι στενῶς ἡνωμένος, πεμπάδι συζυγεὶς Πλάτ. Πολ. 546C· συνέζευκται ἡ [[φρόνησις]] τῇ τοῦ ἤθους ἀρετῇ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 3, πρβλ. 10. 4. 20.
|lstext='''συζεύγνῡμι''': μέλλ. -ζεύξω, [[ὑποβάλλω]] [[ὁμοῦ]] εἰς [[ζυγόν]], ζευγνύω [[ὁμοῦ]], ἑνώνω, ἵππους Ἡρόδ. 4. 189, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26· [[μάλιστα]] εἰς γάμον, Εὐρ. Ἄλκ. 166, Ξεν. Οἰκ. 7. 30· σ. νέους καὶ [[νέας]] Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 6, κἑξ.· τὸν Ἄρη πρὸς τὴν Ἀφροδίτην [[αὐτόθι]] 2. 9, 8. ― Μέσ., ζευγνύω δι’ ἐμαυτὸν, ἅρμα Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51. ― Παθ., ζευγνύομαι μετά τινος, [[γίνομαι]] [[ζεῦγος]], ἑνοῦμαι ὡς [[ζεῦγος]], μετ’ [[ἀλλήλων]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 7. 6, 1· πρὸς ἀλλήλας Πολύβ. 8. 6, 2· μεταφορ., τῷ συνέζευξαι πλάνῳ; Εὐρ. Ἄλκ. 482· τὸν ἐμὸν δαίμον’, ᾧ ξυνεζύγην ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 98, πρβλ. Ἴωνα 313· τίνι πότμῳ ξυνεζύγην; ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 255· οἵᾳ ξυμφορᾷ ξυνεζύγης! ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 1389· συζυγέντες ὁμιλοῦσι, ζῶσιν ἐν στενῇ οἰκειότητι, Ξεν. Λακ. 2. 12. 2) σπανιώτερον [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι στενῶς ἡνωμένος, πεμπάδι συζυγεὶς Πλάτ. Πολ. 546C· συνέζευκται ἡ [[φρόνησις]] τῇ τοῦ ἤθους ἀρετῇ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 3, πρβλ. 10. 4. 20.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συζεύξω, <i>ao.</i> [[συνέζευξα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.2</i> συνεζύγην, <i>pf.</i> συνέζευγμαι;<br /><b>1</b> mettre ensemble sous le joug, atteler ensemble ; <i>Pass.</i> être accouplé, être apparié ; <i>fig.</i> être attelé, <i>càd</i> être lié (à un sort, à une destinée, <i>etc.</i>) τινι;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> unir par mariage;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> unir étroitement ; <i>Pass.</i> être intimement uni;<br /><i><b>Moy.</b></i> συζεύγνυμαι atteler pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ζεύγνυμι]].
}}
}}