λιπόγαμος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐπόγᾰμος''': -ον, ἡ καταλιποῦσα τοὺς δεσμοὺς τοῦ γάμου, ἡ λ., ἡ [[μοιχαλίς]], ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Εὐρ. Ὀρ. 1305· πρβλ. [[λιπεσήνωρ]].
|lstext='''λῐπόγᾰμος''': -ον, ἡ καταλιποῦσα τοὺς δεσμοὺς τοῦ γάμου, ἡ λ., ἡ [[μοιχαλίς]], ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Εὐρ. Ὀρ. 1305· πρβλ. [[λιπεσήνωρ]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui abandonne son époux.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[γάμος]].
}}
}}