λιθολόγος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθολόγος''': ὁ, ([[λέγω]] Β) ὁ συλλέγων λίθους πρὸς οἰκοδομήν, ὁ οἰκοδομῶν διὰ λίθων ἐκλεχθέντων [[οὕτως]], [[ὥστε]] [[ἕκαστος]] νὰ ἐφαρμόζηται εἰς τὴν θέσιν του, οὐχὶ πεπελεκημένος εἰς [[σχῆμα]] τετράγωνον (πρβλ. ἐπὶ πᾶσι λογὰς 2), καὶ οὕτω [[καθόλου]] = [[λιθοδόμος]], [[κτίστης]], Πλάτ. Νόμ. 858Β· λιθολόγοι καὶ τέκτονες, κτίσται καὶ ξυλουργοί, Θουκ. 6. 44, πρβλ. 7. 43, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 18.
|lstext='''λῐθολόγος''': ὁ, ([[λέγω]] Β) ὁ συλλέγων λίθους πρὸς οἰκοδομήν, ὁ οἰκοδομῶν διὰ λίθων ἐκλεχθέντων [[οὕτως]], [[ὥστε]] [[ἕκαστος]] νὰ ἐφαρμόζηται εἰς τὴν θέσιν του, οὐχὶ πεπελεκημένος εἰς [[σχῆμα]] τετράγωνον (πρβλ. ἐπὶ πᾶσι λογὰς 2), καὶ οὕτω [[καθόλου]] = [[λιθοδόμος]], [[κτίστης]], Πλάτ. Νόμ. 858Β· λιθολόγοι καὶ τέκτονες, κτίσται καὶ ξυλουργοί, Θουκ. 6. 44, πρβλ. 7. 43, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 18.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui assemble <i>ou</i> choisit des pierres ; maçon.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[λέγω]]².
}}
}}