ἐκπηνίζομαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπηνίζομαι''': μέλλ. -ιοῦμαι, [[κλώθω]], [[ἐξάγω]] πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) [[ταῦτα]] παρ᾿ [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 578.
|lstext='''ἐκπηνίζομαι''': μέλλ. -ιοῦμαι, [[κλώθω]], [[ἐξάγω]] πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) [[ταῦτα]] παρ᾿ [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 578.
}}
{{bailly
|btext=dévider, défiler.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πηνίζομαι]].
}}
}}