φθισήνωρ: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φθῑσήνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ([[φθίω]], φθῖσω)· ― ὁ φθείρων, καταστρέφων τοὺς ἄνδρας, στείχειν ἐς πόλεμον φθισήνορα Ἰλ. Β. 833, κ. ἀλλ., Ἡσ. Θεογ. 431· ― [[καθόλου]], καταστρεπτικός, [[θανατηφόρος]], θυμὸς Ἀνθ. Παλ. 9. 457.
|lstext='''φθῑσήνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ([[φθίω]], φθῖσω)· ― ὁ φθείρων, καταστρέφων τοὺς ἄνδρας, στείχειν ἐς πόλεμον φθισήνορα Ἰλ. Β. 833, κ. ἀλλ., Ἡσ. Θεογ. 431· ― [[καθόλου]], καταστρεπτικός, [[θανατηφόρος]], θυμὸς Ἀνθ. Παλ. 9. 457.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui fait périr les hommes.<br />'''Étymologie:''' [[φθίω]], [[ἀνήρ]].
}}
}}