χρυσοτέκτων: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσοτέκτων''': -ονος, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος τὸν χρυσόν, [[χρυσοχόος]], Λουκ. Λεξιφάν. 9, Ἀνθ. Π. 6. 92.
|lstext='''χρῡσοτέκτων''': -ονος, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος τὸν χρυσόν, [[χρυσοχόος]], Λουκ. Λεξιφάν. 9, Ἀνθ. Π. 6. 92.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ) :<br />ouvrier qui travaille l’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[τέκτων]].
}}
}}