3,274,921
edits
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θῡμᾱρής''': -ές, (ἴδε ἐν ἄρθρῳ -[[ήρης]]) ἁρμόζων εἰς τὴν καρδίαν, δηλ. [[εὐάρεστος]], [[ἀγαπητός]], εὐφρόσυνος, ἄλοχον θυμαρέα (τὸ τοῦ Ὁρατίου placens uxor) Ἰλ. Ι. 336, Ὀδ. Ψ. 232· [[σκῆπτρον]] θυμαρὲς ἔδωκεν Ὀδ. Ρ. 199· - [[ὡσαύτως]] οὐδέτ. ὡς Ἐπίρρ. ἐν τῷ τύπῳ θυμῆρες (ἴδε [[κεράννυμι]] Ι. 2), Ὀδ. Κ. 362. - Παρὰ μεταγενεστ. Ἐπικ. ἀναφαίνεται ὁ [[τύπος]] [[θυμήρης]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 705, Μόσχ., κλ.· ὡς καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Λουκ. Ἔρωσι 43, Ἡρῳδιαν. 8. 5. - Περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ τονισμοῦ θυμᾱρὴς καὶ [[θυμήρης]], ἴδε Εὐστ. 754. 61., 1946. 35. | |lstext='''θῡμᾱρής''': -ές, (ἴδε ἐν ἄρθρῳ -[[ήρης]]) ἁρμόζων εἰς τὴν καρδίαν, δηλ. [[εὐάρεστος]], [[ἀγαπητός]], εὐφρόσυνος, ἄλοχον θυμαρέα (τὸ τοῦ Ὁρατίου placens uxor) Ἰλ. Ι. 336, Ὀδ. Ψ. 232· [[σκῆπτρον]] θυμαρὲς ἔδωκεν Ὀδ. Ρ. 199· - [[ὡσαύτως]] οὐδέτ. ὡς Ἐπίρρ. ἐν τῷ τύπῳ θυμῆρες (ἴδε [[κεράννυμι]] Ι. 2), Ὀδ. Κ. 362. - Παρὰ μεταγενεστ. Ἐπικ. ἀναφαίνεται ὁ [[τύπος]] [[θυμήρης]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 705, Μόσχ., κλ.· ὡς καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Λουκ. Ἔρωσι 43, Ἡρῳδιαν. 8. 5. - Περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ τονισμοῦ θυμᾱρὴς καὶ [[θυμήρης]], ἴδε Εὐστ. 754. 61., 1946. 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui charme le cœur, charmant, agréable.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[ἀραρίσκω]]. | |||
}} | }} |