3,277,121
edits
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐναλλάσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω. Ἀνταλλάσσω, φόνον θανάτῳ [[ἐναλλάσσω]], πληρώνω διὰ θανάτου τὸν φόνον, Εὐρ. Ἀνδρ. 1028˙ μεταβολὴν ἐν., ὑφίστασθαι μεταβολήν, Πολύβ. 6. 43, 2˙ παντοίας μορφὰς ἐναλλάσσειν Ἀπολλόδ. 2. 5, 11˙ μετ’ ἀπαρ., ἐνήλλαξεν θεὸς τὴν τοῦδ’ ὕβριν πρὸς μῆλα... πεσεῖν, ὁ θεὸς μετέτρεψε τὴν μανίαν τούτου καὶ ἔκαμεν αὐτὸν νὰ ἐπιπέσῃ κατὰ τῶν προβάτων, Σοφ. Αἴ. 1060. ΙΙ. Παθ., μεταβάλλομαι, τί δ’ ἐνήλλακται τῆς ἡμέρας νὺξ ἥδε βάρος; «κατὰ τί βάρος ἐνήλλακται ἥδε νὺξ τῆς ἡμέρας;» (Σχόλ.), [[αὐτόθι]] 208˙ τὰ φυτὰ ἐναλλάττονται τῇ διαφορᾷ τῶν τόπων Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 17. 2) ἀνταλλάσσομαι, ἄρθρα ἐνηλλαγμένα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811˙ οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., διασταυροῦμαι, διεστῶσαι δ’ [[ἄνωθεν]] ἥ τε [[μεγάλη]] φλὲψ καὶ ἡ [[ἀορτή]], [[κάτω]] δ’ ἐναλλάσσουσαι συνέχουσι τὸ [[σῶμα]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 16. 3) ἔχω ἐμπορικὰς σχέσεις μετά τινος, συναλλάσσομαι, ὅσοι Ἀθηναίοις ἤδη ἐνηλλάγησαν Θουκ. 1. 120. | |lstext='''ἐναλλάσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω. Ἀνταλλάσσω, φόνον θανάτῳ [[ἐναλλάσσω]], πληρώνω διὰ θανάτου τὸν φόνον, Εὐρ. Ἀνδρ. 1028˙ μεταβολὴν ἐν., ὑφίστασθαι μεταβολήν, Πολύβ. 6. 43, 2˙ παντοίας μορφὰς ἐναλλάσσειν Ἀπολλόδ. 2. 5, 11˙ μετ’ ἀπαρ., ἐνήλλαξεν θεὸς τὴν τοῦδ’ ὕβριν πρὸς μῆλα... πεσεῖν, ὁ θεὸς μετέτρεψε τὴν μανίαν τούτου καὶ ἔκαμεν αὐτὸν νὰ ἐπιπέσῃ κατὰ τῶν προβάτων, Σοφ. Αἴ. 1060. ΙΙ. Παθ., μεταβάλλομαι, τί δ’ ἐνήλλακται τῆς ἡμέρας νὺξ ἥδε βάρος; «κατὰ τί βάρος ἐνήλλακται ἥδε νὺξ τῆς ἡμέρας;» (Σχόλ.), [[αὐτόθι]] 208˙ τὰ φυτὰ ἐναλλάττονται τῇ διαφορᾷ τῶν τόπων Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 17. 2) ἀνταλλάσσομαι, ἄρθρα ἐνηλλαγμένα Ἱππ. π. Ἄρθρ. 811˙ οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., διασταυροῦμαι, διεστῶσαι δ’ [[ἄνωθεν]] ἥ τε [[μεγάλη]] φλὲψ καὶ ἡ [[ἀορτή]], [[κάτω]] δ’ ἐναλλάσσουσαι συνέχουσι τὸ [[σῶμα]] Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 16. 3) ἔχω ἐμπορικὰς σχέσεις μετά τινος, συναλλάσσομαι, ὅσοι Ἀθηναίοις ἤδη ἐνηλλάγησαν Θουκ. 1. 120. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> échanger : [[τί]] τινι une chose contre une autre ; avec une prop. inf. : [[ἐν]]. τὴν ὕβριν πρὸς μῆλα πεσεῖν SOPH détourner la fureur (d’Ajax) sur des troupeaux ; <i>Pass.</i> être échangé, subir un changement à la place de, gén.;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> avoir des relations de commerce avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀλλάσσω]]. | |||
}} | }} |