3,251,360
edits
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκηνορράφος''': -ον, ὁ ῥάπτων σκηνάς· ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπαγγελλόμενος τὸν σκηνοποιόν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 1· ― [[ὡσαύτως]], σκηνορραφικός, ή, όν, Νικήτ. Εὐγεν. 1. 115. | |lstext='''σκηνορράφος''': -ον, ὁ ῥάπτων σκηνάς· ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπαγγελλόμενος τὸν σκηνοποιόν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 1· ― [[ὡσαύτως]], σκηνορραφικός, ή, όν, Νικήτ. Εὐγεν. 1. 115. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui coud des toiles de tentes, fabricant de tentes.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνή]], [[ῥάπτω]]. | |||
}} | }} |