σκηνορράφος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκηνορράφος''': -ον, ὁ ῥάπτων σκηνάς· ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπαγγελλόμενος τὸν σκηνοποιόν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 1· ― [[ὡσαύτως]], σκηνορραφικός, ή, όν, Νικήτ. Εὐγεν. 1. 115.
|lstext='''σκηνορράφος''': -ον, ὁ ῥάπτων σκηνάς· ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπαγγελλόμενος τὸν σκηνοποιόν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 1· ― [[ὡσαύτως]], σκηνορραφικός, ή, όν, Νικήτ. Εὐγεν. 1. 115.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui coud des toiles de tentes, fabricant de tentes.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνή]], [[ῥάπτω]].
}}
}}