ἐμποδίζω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμποδίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Πλάτ. Λύσ. 210Β: - Μέσ., ἴδε κατωτέρω ΙΙ. 2: - Παθ.: μέλλ. -ποδισθήσομαι Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψ. 1. 17, Ὀρειβάσ., ἢ (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ) -ίσομαι Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418, 52: πρκμ. -πεπόδισμαι, ἴδε κατωτ.: (ἐν [[πούς]]). Θέτω τοὺς πόδας εἰς δεσμά, [[δεσμεύω]], τοὺς μάντιας Ἡρόδ. 4. 69: - Παθ., ἐμπεποδισμένος τοὺς πόδας [[αὐτόθι]] 60· ὀλιγοδρανίαν... ᾇ τὸ φωτῶν ἀλαὸν δέδεται γένος ἐμπεποδισμένον Αἰσχύλ. Πρ. 550. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἐμποδίζω]], ἐναντιοῦμαι, παρακωλύω, Λατ. impedire, τινὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 965, Λυσ. 359, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 10· τοὺς τῆς πόλεως καιροὺς Αἰσχίν. 85. 35· ἐμπ. τοῦ ἰέναι Πλάτ. Κρατ. 419C· τῆς εἰς τοὔμπροσθε πορείας Διόδ. 14. 28· [[πρός]] τι Ἰσοκρ. 415Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 6, κ. ἀλλ.: - Παθ., χαί σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμὰ Σοφ. Φ. 433· ἐμποδίζοιτο ἂν μὴ πράττειν Πλάτ. Σύμπ. 183Α. 2) [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., [[γίνομαι]] [[κώλυμα]], ἐμπόδιον εἴς τινα, ἐμποδίζει πολλαῖς ἐνεργείαις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11. 12· πρβλ. Πολιτικ. 4. 15, 8· ἐμποδίζοντες ταῖς χορηγίαις Πολύβ. 5. 111, 4: - σπανίως μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐμπ. τὸ κοινὸν [[ἔργον]] Ἀριστ. π. Τοπ. 8. 11. 3· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἐμποδίζεται δόσιν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 72. 3) ἀπολ., εἶμαι ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], Πλάτ. Λύσ. 210Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 1. 3. ΙΙΙ. τὸ [[χωρίον]]: κέχηνεν [[ὥσπερ]] ἐμποδίζων ἰσχάδας Ἀριστοφ. Ἱππ. 755, ὡς φαίνεται δὲν κατενοήθη ὑπὸ τῶν ἀρχαίων, ὡς τοῦτο γίνεται δῆλον ἐκ τῶν περιπλόκων καὶ ἀσαφῶν ἑρμηνειῶν τῶν Σχολιαστῶν: ὁ Casaub. ἑρμηνεύει: ἤνοιξε τὸ [[στόμα]] του ὡς ν’ ἁρμαθιάζῃ σῦκα· ὁ δὲ C. Newton εἰσηγεῖται ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃ σχέσιν ἡ [[φράσις]] αὕτη πρὸς τὸν τρόπον τῆς συμπιέσεως τῶν σύκων, [[ὅστις]] ἔτι καὶ νῦν [[εἶναι]] ἐν χρήσει περὶ τὴν Σμύρνην: ‘τὰ σῦκα πατοῦνται πρῶτον διὰ τοῦ ποδὸς ἕως οὗ ἐντελῶς πλατυνθῶσι καὶ [[ἔπειτα]] τίθενται εἰς θήκας’.
|lstext='''ἐμποδίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Πλάτ. Λύσ. 210Β: - Μέσ., ἴδε κατωτέρω ΙΙ. 2: - Παθ.: μέλλ. -ποδισθήσομαι Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψ. 1. 17, Ὀρειβάσ., ἢ (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ) -ίσομαι Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418, 52: πρκμ. -πεπόδισμαι, ἴδε κατωτ.: (ἐν [[πούς]]). Θέτω τοὺς πόδας εἰς δεσμά, [[δεσμεύω]], τοὺς μάντιας Ἡρόδ. 4. 69: - Παθ., ἐμπεποδισμένος τοὺς πόδας [[αὐτόθι]] 60· ὀλιγοδρανίαν... ᾇ τὸ φωτῶν ἀλαὸν δέδεται γένος ἐμπεποδισμένον Αἰσχύλ. Πρ. 550. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἐμποδίζω]], ἐναντιοῦμαι, παρακωλύω, Λατ. impedire, τινὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 965, Λυσ. 359, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 10· τοὺς τῆς πόλεως καιροὺς Αἰσχίν. 85. 35· ἐμπ. τοῦ ἰέναι Πλάτ. Κρατ. 419C· τῆς εἰς τοὔμπροσθε πορείας Διόδ. 14. 28· [[πρός]] τι Ἰσοκρ. 415Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 6, κ. ἀλλ.: - Παθ., χαί σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμὰ Σοφ. Φ. 433· ἐμποδίζοιτο ἂν μὴ πράττειν Πλάτ. Σύμπ. 183Α. 2) [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., [[γίνομαι]] [[κώλυμα]], ἐμπόδιον εἴς τινα, ἐμποδίζει πολλαῖς ἐνεργείαις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 11. 12· πρβλ. Πολιτικ. 4. 15, 8· ἐμποδίζοντες ταῖς χορηγίαις Πολύβ. 5. 111, 4: - σπανίως μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐμπ. τὸ κοινὸν [[ἔργον]] Ἀριστ. π. Τοπ. 8. 11. 3· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἐμποδίζεται δόσιν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 72. 3) ἀπολ., εἶμαι ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], Πλάτ. Λύσ. 210Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 1. 3. ΙΙΙ. τὸ [[χωρίον]]: κέχηνεν [[ὥσπερ]] ἐμποδίζων ἰσχάδας Ἀριστοφ. Ἱππ. 755, ὡς φαίνεται δὲν κατενοήθη ὑπὸ τῶν ἀρχαίων, ὡς τοῦτο γίνεται δῆλον ἐκ τῶν περιπλόκων καὶ ἀσαφῶν ἑρμηνειῶν τῶν Σχολιαστῶν: ὁ Casaub. ἑρμηνεύει: ἤνοιξε τὸ [[στόμα]] του ὡς ν’ ἁρμαθιάζῃ σῦκα· ὁ δὲ C. Newton εἰσηγεῖται ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃ σχέσιν ἡ [[φράσις]] αὕτη πρὸς τὸν τρόπον τῆς συμπιέσεως τῶν σύκων, [[ὅστις]] ἔτι καὶ νῦν [[εἶναι]] ἐν χρήσει περὶ τὴν Σμύρνην: ‘τὰ σῦκα πατοῦνται πρῶτον διὰ τοῦ ποδὸς ἕως οὗ ἐντελῶς πλατυνθῶσι καὶ [[ἔπειτα]] τίθενται εἰς θήκας’.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐνεπόδιζον, <i>f.</i> ἐμποδιῶ, <i>ao. et pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ἐμποδισθήσομαι, <i>pf.</i> ἐμπεπόδισμαι;<br /><b>1</b> mettre les pieds dans une entrave, entraver;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire obstacle à, embarrasser, empêcher, acc. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πούς]].
}}
}}