ἐνδιαθρύπτομαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδιαθρύπτομαι''': [[κάμνω]] ἐρωτοτροπίας, καμώματα, «τσακίσματα», Τουρκ. «νάζια», τάν με καὶ ἁ Μέρμωνος ἐριθακὶς ἁ μελανόχρως αἰτεῖ, καὶ δωσῶ οἱ, [[ἐπεὶ]] τύ μοι ἐνδιαθρύπτῃ Θεόκρ. 3. 36.
|lstext='''ἐνδιαθρύπτομαι''': [[κάμνω]] ἐρωτοτροπίας, καμώματα, «τσακίσματα», Τουρκ. «νάζια», τάν με καὶ ἁ Μέρμωνος ἐριθακὶς ἁ μελανόχρως αἰτεῖ, καὶ δωσῶ οἱ, [[ἐπεὶ]] τύ μοι ἐνδιαθρύπτῃ Θεόκρ. 3. 36.
}}
{{bailly
|btext=faire le dédaigneux envers, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[διαθρύπτω]].
}}
}}