ἐνετή: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνετή''': ἡ, ([[ἐνετός]]) = [[περόνη]], «καρφίτσα», χρυσείῃς δ’ ἐνετῇσι κατὰ [[στῆθος]] περονᾶτο Ἰλ. Ξ. 180, Καλλ. Ἀποσπ. 149. Ὁ Ἡσύχ. προπαροξύνει τὴν λέξιν: «ἐνέτῃσι· περόναις, ἀπὸ τοῦ ἐνίεσθαι, ἢ πόρπαις».
|lstext='''ἐνετή''': ἡ, ([[ἐνετός]]) = [[περόνη]], «καρφίτσα», χρυσείῃς δ’ ἐνετῇσι κατὰ [[στῆθος]] περονᾶτο Ἰλ. Ξ. 180, Καλλ. Ἀποσπ. 149. Ὁ Ἡσύχ. προπαροξύνει τὴν λέξιν: «ἐνέτῃσι· περόναις, ἀπὸ τοῦ ἐνίεσθαι, ἢ πόρπαις».
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />agrafe.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνετός]].
}}
}}