ἐνεπάγομαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνεπάγομαι''': μέσ., εἰσορμῶ, σαλπίσας ὁ [[κώνωψ]] ἐνεπήγετο δάκνων τὰ περὶ τὰς ῥῖνας [[αὐτοῦ]] ἄτριχα πρόσωπα Αἰσώπου Μῦθ. 234 (146 ἔκδ. Κοραῆ).
|lstext='''ἐνεπάγομαι''': μέσ., εἰσορμῶ, σαλπίσας ὁ [[κώνωψ]] ἐνεπήγετο δάκνων τὰ περὶ τὰς ῥῖνας [[αὐτοῦ]] ἄτριχα πρόσωπα Αἰσώπου Μῦθ. 234 (146 ἔκδ. Κοραῆ).
}}
{{bailly
|btext=<i>impf. 3ᵉ sg.</i> ἐνεπήγετο;<br />s’élancer sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], ἐπάγομαι.
}}
}}