ἐμπάζομαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπάζομαι''': ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., δίδω προσοχήν, [[ἀκούω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, [[φροντίζω]], μεριμνῶ, «ἐννοιάζομαι», [[μέλει]] μοι, [[μετὰ]] γεν., ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων Ὀδ. Α. 271, κ. ἀλλ.· [[οὔτε]] θεοπροπίης [[ἐμπάζομαι]] Ἰλ. Π. 50, πρβλ. Ὀδ. Β. 201· [[οὔτε]] ξείνων [[ἐμπάζομαι]] οὔθ’ ἱκετάων Τ. 134· -[[ἅπαξ]] μετ’ αἰτ. προσ., οὐχ ἱκέτας ἐμπάζεαι Π. 422. Λέξις Ἐπ. ἐν χρήσει παρὰ μεταγενεστέροις πεζογράφοις, ὡς π.χ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 70B. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ [[ἔμπαιος]] Α).
|lstext='''ἐμπάζομαι''': ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., δίδω προσοχήν, [[ἀκούω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, [[φροντίζω]], μεριμνῶ, «ἐννοιάζομαι», [[μέλει]] μοι, [[μετὰ]] γεν., ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων Ὀδ. Α. 271, κ. ἀλλ.· [[οὔτε]] θεοπροπίης [[ἐμπάζομαι]] Ἰλ. Π. 50, πρβλ. Ὀδ. Β. 201· [[οὔτε]] ξείνων [[ἐμπάζομαι]] οὔθ’ ἱκετάων Τ. 134· -[[ἅπαξ]] μετ’ αἰτ. προσ., οὐχ ἱκέτας ἐμπάζεαι Π. 422. Λέξις Ἐπ. ἐν χρήσει παρὰ μεταγενεστέροις πεζογράφοις, ὡς π.χ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 70B. (Πιθαν. συγγενὲς τῷ [[ἔμπαιος]] Α).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />s’attacher à, prendre soin de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πήγνυμι]].
}}
}}