ἐξαδυνατέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξᾰδῠνᾰτέω''': ἀδυνατῶ, δὲν [[δύναμαι]], μετ’ ἀπαρ., Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 19, Τοπ. 1. 18, 3· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 5, 1· ἀπολ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 2 κ. ἀλλ.
|lstext='''ἐξᾰδῠνᾰτέω''': ἀδυνατῶ, δὲν [[δύναμαι]], μετ’ ἀπαρ., Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 19, Τοπ. 1. 18, 3· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 5, 1· ἀπολ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 2 κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />devenir impuissant, sans force.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀδυνατέω]].
}}
}}