ἐνόπλιος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνόπλιος''': ον ([[ὅπλον]]) = τῷ ἑπομ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 241. ΙΙ. [[ἐνόπλιος]] (ἐνν. [[ῥυθμός]]), ὁ, ὁ μετρικὸς [[χρόνος]] προσαρμοζόμενος εἰς τὰ πολεμικὰ [[μέλη]], «[[εἶδος]] ῥυθμοῦ πρὸς ὃν ὠρχοῦντο σείοντες τὰ ὅπλα, ἔστι δὲ ὁ ἐν ἡμιολίῳ˙ ἡ γὰρ μακρὰ πρὸς τὰς δύο βραχείας ἴσον τι ἔχει ῥυθμὸν ἐκ τριποδίας ἀναπαιστικόν, ὃς δέχεται πάντας τοὺς δισυλλάβους πόδας. οἱ δὲ ἐνόπλιον τὸ ἀμφίμακρον ὃς καὶ Κρητικὸς καλεῖται» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 651)˙ ἐπαΐονθ’ ὁποῖός ἐστι τῶν ῥυθμῶν κατ’ ἐνόπλιον, κτλ., Ἀριστοφ. Νεφ. 651˙ ᾔεσάν τε ἐν ῥυθμῷ πρὸς τὸν ἐνόπλιον ῥυθμὸν αὐλούμενοι Ξεν. Ἀν. 6. 1, 11˙ ἐνόπλιόν τέ τινα ὀνομάζοντες ξύνθετον καὶ δάκτυλον καὶ ἡρῷόν γε, «ὁ [[ἐνόπλιος]] σύνθετός ἐστιν ἐξ ἰάμβου καὶ δακτύλου καὶ τῆς περιαμβίδος... ἐξορμητικὸς εἰς πόλεμον» (Πρόκλ.), Πλάτ. Πολ. 400Β˙ [[ὡσαύτως]], ἐν. [[μέλη]] Ἀθήν. 630F˙ Κουρήτων ἐν. παίγνια Πλάτ. Νόμ. 796Β˙ [[ἐντεῦθεν]], ἐνόπλια παίζειν Πίνδ. Ο. 13. 123˙ ὀρχήσασθαι Καλλ. εἰς Ἄρτ. 241. - Περὶ τοῦ ῥυθμοῦ κατ’ ἐνόπλιον ἴδε Σχόλ. εἰς Πίνδ. Π. 2. 127, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''ἐνόπλιος''': ον ([[ὅπλον]]) = τῷ ἑπομ., Καλλ. εἰς Ἄρτ. 241. ΙΙ. [[ἐνόπλιος]] (ἐνν. [[ῥυθμός]]), ὁ, ὁ μετρικὸς [[χρόνος]] προσαρμοζόμενος εἰς τὰ πολεμικὰ [[μέλη]], «[[εἶδος]] ῥυθμοῦ πρὸς ὃν ὠρχοῦντο σείοντες τὰ ὅπλα, ἔστι δὲ ὁ ἐν ἡμιολίῳ˙ ἡ γὰρ μακρὰ πρὸς τὰς δύο βραχείας ἴσον τι ἔχει ῥυθμὸν ἐκ τριποδίας ἀναπαιστικόν, ὃς δέχεται πάντας τοὺς δισυλλάβους πόδας. οἱ δὲ ἐνόπλιον τὸ ἀμφίμακρον ὃς καὶ Κρητικὸς καλεῖται» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 651)˙ ἐπαΐονθ’ ὁποῖός ἐστι τῶν ῥυθμῶν κατ’ ἐνόπλιον, κτλ., Ἀριστοφ. Νεφ. 651˙ ᾔεσάν τε ἐν ῥυθμῷ πρὸς τὸν ἐνόπλιον ῥυθμὸν αὐλούμενοι Ξεν. Ἀν. 6. 1, 11˙ ἐνόπλιόν τέ τινα ὀνομάζοντες ξύνθετον καὶ δάκτυλον καὶ ἡρῷόν γε, «ὁ [[ἐνόπλιος]] σύνθετός ἐστιν ἐξ ἰάμβου καὶ δακτύλου καὶ τῆς περιαμβίδος... ἐξορμητικὸς εἰς πόλεμον» (Πρόκλ.), Πλάτ. Πολ. 400Β˙ [[ὡσαύτως]], ἐν. [[μέλη]] Ἀθήν. 630F˙ Κουρήτων ἐν. παίγνια Πλάτ. Νόμ. 796Β˙ [[ἐντεῦθεν]], ἐνόπλια παίζειν Πίνδ. Ο. 13. 123˙ ὀρχήσασθαι Καλλ. εἰς Ἄρτ. 241. - Περὶ τοῦ ῥυθμοῦ κατ’ ἐνόπλιον ἴδε Σχόλ. εἰς Πίνδ. Π. 2. 127, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui concerne les prises d’armes ; τὰ ἐνόπλια LUC danse armée ; [[ἐνόπλιος]] [[ῥυθμός]] XÉN air <i>ou</i> marche de la danse armée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὅπλον]].
}}
}}