3,277,002
edits
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξέρπω''': ἀόρ. ἐξείρπῠσα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 14, 2: ― [[ἕρπω]] ἔξω ἔκ τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 710. 2) ἀπολ., [[ἕρπω]] ἔξω, ἐπὶ χωλοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φιλ. 294· εἴ τις ἐξέρπει [[θύραζε]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 607· ἐπὶ ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 3., 8. 14, 2· ἐπὶ στρατεύματος, οὐ ταχὺ ἐξέρπει Ξεν. Ἀν. 7. 1, 8· [[φεύγω]] κρυφίως εἰς ἄλλον τόπον, ὡς αὐτὸς καὶ ἐξέρποις Χείλων παρὰ Διογ. Λ. 1. 73. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] νὰ ἑρπύσῃ τι ἔξω, [[ἐξάγω]], ἐξῆρψεν ἡ γῆ αὐτῶν βατράχους Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΔ΄, 30), ἀντὶ ἐξεῖρψεν (μεταγεν. ἀόρ. ἀντὶ τοῦ δοκίμου ἐξείρπυσεν). | |lstext='''ἐξέρπω''': ἀόρ. ἐξείρπῠσα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 14, 2: ― [[ἕρπω]] ἔξω ἔκ τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 710. 2) ἀπολ., [[ἕρπω]] ἔξω, ἐπὶ χωλοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φιλ. 294· εἴ τις ἐξέρπει [[θύραζε]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 607· ἐπὶ ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 3., 8. 14, 2· ἐπὶ στρατεύματος, οὐ ταχὺ ἐξέρπει Ξεν. Ἀν. 7. 1, 8· [[φεύγω]] κρυφίως εἰς ἄλλον τόπον, ὡς αὐτὸς καὶ ἐξέρποις Χείλων παρὰ Διογ. Λ. 1. 73. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] νὰ ἑρπύσῃ τι ἔξω, [[ἐξάγω]], ἐξῆρψεν ἡ γῆ αὐτῶν βατράχους Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΔ΄, 30), ἀντὶ ἐξεῖρψεν (μεταγεν. ἀόρ. ἀντὶ τοῦ δοκίμου ἐξείρπυσεν). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> ramper hors de, se traîner hors de;<br /><b>2</b> se dérouler, se développer <i>en parl. d’une armée</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἕρπω]]. | |||
}} | }} |