3,276,961
edits
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξανδραποδίζω''': Ἡρόδ. 6. 94, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 15, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐξανδραποδίζομαι, Ἡρόδ., κλ. Ἀνδραποδίζω ἐντελῶς, ὑποδουλώνω, Ἀθήνας Ἡρόδ. 6. 94· τοὺς Τεγεήτας ὁ αὐτ. 1. 66, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἀνδοκ. 32. 6, Ξεν. κλ.· τῶν τεθνεώτων ἐξανδ. τοὺς βίους, δημεύειν τὰς περιουσίας τῶν ἀποθανόντων, Πολύβ. 32. 21, 11: - πρβλ. [[ἀνδραποδίζω]]. Ὁ Ἀττ. μέλλ. ἐξανδραποδιοῦμαι, Ἰων. -ιεῦμαι, [[ὅστις]] κατὰ τὸ πλεῖστον [[εἶναι]] μεταβατ. (ὡς ἐν Ἡροδ. 1. 66) λαμβάνει παθ. σημ. ἐν 6. 9: [[οὕτως]] ἀόρ. α΄ ἐξηνδραποδίσθην [[αὐτόθι]] 108, Δημ. 1207. 18· μετοχ. πρκμ. ἐξηνδραποδισμένος Λουκ. π. Διαβολ. 19. | |lstext='''ἐξανδραποδίζω''': Ἡρόδ. 6. 94, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 15, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐξανδραποδίζομαι, Ἡρόδ., κλ. Ἀνδραποδίζω ἐντελῶς, ὑποδουλώνω, Ἀθήνας Ἡρόδ. 6. 94· τοὺς Τεγεήτας ὁ αὐτ. 1. 66, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἀνδοκ. 32. 6, Ξεν. κλ.· τῶν τεθνεώτων ἐξανδ. τοὺς βίους, δημεύειν τὰς περιουσίας τῶν ἀποθανόντων, Πολύβ. 32. 21, 11: - πρβλ. [[ἀνδραποδίζω]]. Ὁ Ἀττ. μέλλ. ἐξανδραποδιοῦμαι, Ἰων. -ιεῦμαι, [[ὅστις]] κατὰ τὸ πλεῖστον [[εἶναι]] μεταβατ. (ὡς ἐν Ἡροδ. 1. 66) λαμβάνει παθ. σημ. ἐν 6. 9: [[οὕτως]] ἀόρ. α΄ ἐξηνδραποδίσθην [[αὐτόθι]] 108, Δημ. 1207. 18· μετοχ. πρκμ. ἐξηνδραποδισμένος Λουκ. π. Διαβολ. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=réduire en servitude, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀνδραποδίζω]]. | |||
}} | }} |