3,277,121
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαναβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, [[ἀναβαίνω]] ἐπί τινος, [[ἀναβαίνω]], ἐπί τι Ἀριστοφ. Νεφ. 1487, πρβλ. Ἱππ. 169· ἐπαναβεβηκότων (δηλ. ἐπὶ τῶν ἵππων) Ἡρόδ. 3. 85· ἐπὶ ἀστέρος, ὑψοῦμαι, ἀναφαίνομαι [[ὑπεράνω]] τοῦ ὁρίζοντος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 2. 2) ἐπὶ ζῴων, [[ὀχεύω]], βατεύω, ὁ αὐτὸς περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 9 κ. ἀλλ. 3) [[ἐπέρχομαι]], τὸ [[γῆρας]] ἐπαναβὰν Κωμ. Ἀνώνυμ. 58. ΙΙ. βαίνω, πηγαίνω εἰς τὰ μεσόγαια, Θουκ. 7. 29. ΙΙΙ. [[ἀνέρχομαι]], [[ἀναβαίνω]], Ξεν. Κύρ. 2. 1, 23· ἐπὶ αἰτιῶν, ἐπὶ τὰ ἀνωτέρω Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8. 19, πρβλ. Φυσ. 8. 5, 14· τὸ ἐπαναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 174. | |lstext='''ἐπαναβαίνω''': μέλλ. -βήσομαι, [[ἀναβαίνω]] ἐπί τινος, [[ἀναβαίνω]], ἐπί τι Ἀριστοφ. Νεφ. 1487, πρβλ. Ἱππ. 169· ἐπαναβεβηκότων (δηλ. ἐπὶ τῶν ἵππων) Ἡρόδ. 3. 85· ἐπὶ ἀστέρος, ὑψοῦμαι, ἀναφαίνομαι [[ὑπεράνω]] τοῦ ὁρίζοντος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 2. 2) ἐπὶ ζῴων, [[ὀχεύω]], βατεύω, ὁ αὐτὸς περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 9 κ. ἀλλ. 3) [[ἐπέρχομαι]], τὸ [[γῆρας]] ἐπαναβὰν Κωμ. Ἀνώνυμ. 58. ΙΙ. βαίνω, πηγαίνω εἰς τὰ μεσόγαια, Θουκ. 7. 29. ΙΙΙ. [[ἀνέρχομαι]], [[ἀναβαίνω]], Ξεν. Κύρ. 2. 1, 23· ἐπὶ αἰτιῶν, ἐπὶ τὰ ἀνωτέρω Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8. 19, πρβλ. Φυσ. 8. 5, 14· τὸ ἐπαναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 174. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐπαναβήσομαι;<br /><b>1</b> monter sur, <i>abs.</i> monter à cheval;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> monter vers, dans l’intérieur d’un pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναβαίνω]]. | |||
}} | }} |