ἔξεστι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξεστι''': προστ. ἐξέστω, ὑποτακτ. ἐξῇ, εὐκτ. [[ἐξείη]], ἀπαρ. ἐξεῖναι, μετοχ. ἐξόν: παρατ. ἐξῆν: μέλλ. ἐξέσται, εὐκτ. ἐξέσοιτο, Ξεν. Ἀγησ. 1. 23: ἀπροσ. (οἱ μόνοι ἐν χρήσει τύποι τοῦ [[ἔξειμι]]). Ἐπιτρέπεται, [[εἶναι]] δυνατόν, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 183. κτλ.: [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτὸς 1. 138, κτλ., Τραγ. κτλ., ὡς Αἰσχύλ. ἐν Εὐμ. 899· νῦν σοι [[ἔξεστι]], ὦ Ξενοφῶν, ἀνδρὶ γενέσθαι, ἰδοὺ [[περίστασις]] νὰ φανῇς [[ἀνήρ]], Ξεν. Ἀν. 7. 1, 21· ἐξ. εὐδαίμοσι γενέσθαι, licet esse beatis, Δημ. 35. 2· ἀλλ᾿ ἡ δευτέρα δοτ. [[ἐνίοτε]] μετατρέπεται εἰς αἰτ., ἔξ. ὑμῖν φίλους γενέσθαι Θουκ. 4. 20: ‒ μετ᾿ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1079, Πλάτ. Πολιτικ. 290D: ‒ μετοχ. οὐδ. ἀπολ., τί φεύγεις αἰεὶ ἐξόν τοι τῶνδε τὰ ἕτερα ποιέειν; ἐνῷ δύνασαι νά..., Ἡρόδ. 4. 126· ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 649· ἐξὸν κεκλῆσθαι Σοφ. Ἡλ. 365· ὡς οὐκ ἐξεσόμενον τῇ πόλει δίκην παρὰ τῶν ἀδικούντων... λαμβάνειν Λυσ. 14. 10 (140. 24).
|lstext='''ἔξεστι''': προστ. ἐξέστω, ὑποτακτ. ἐξῇ, εὐκτ. [[ἐξείη]], ἀπαρ. ἐξεῖναι, μετοχ. ἐξόν: παρατ. ἐξῆν: μέλλ. ἐξέσται, εὐκτ. ἐξέσοιτο, Ξεν. Ἀγησ. 1. 23: ἀπροσ. (οἱ μόνοι ἐν χρήσει τύποι τοῦ [[ἔξειμι]]). Ἐπιτρέπεται, [[εἶναι]] δυνατόν, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 183. κτλ.: [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτὸς 1. 138, κτλ., Τραγ. κτλ., ὡς Αἰσχύλ. ἐν Εὐμ. 899· νῦν σοι [[ἔξεστι]], ὦ Ξενοφῶν, ἀνδρὶ γενέσθαι, ἰδοὺ [[περίστασις]] νὰ φανῇς [[ἀνήρ]], Ξεν. Ἀν. 7. 1, 21· ἐξ. εὐδαίμοσι γενέσθαι, licet esse beatis, Δημ. 35. 2· ἀλλ᾿ ἡ δευτέρα δοτ. [[ἐνίοτε]] μετατρέπεται εἰς αἰτ., ἔξ. ὑμῖν φίλους γενέσθαι Θουκ. 4. 20: ‒ μετ᾿ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1079, Πλάτ. Πολιτικ. 290D: ‒ μετοχ. οὐδ. ἀπολ., τί φεύγεις αἰεὶ ἐξόν τοι τῶνδε τὰ ἕτερα ποιέειν; ἐνῷ δύνασαι νά..., Ἡρόδ. 4. 126· ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 649· ἐξὸν κεκλῆσθαι Σοφ. Ἡλ. 365· ὡς οὐκ ἐξεσόμενον τῇ πόλει δίκην παρὰ τῶν ἀδικούντων... λαμβάνειν Λυσ. 14. 10 (140. 24).
}}
{{bailly
|btext=v. [[ἔξειμι]]¹.
}}
}}