ἐπανόρθωμα: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπανόρθωμα''': τό, [[διόρθωσις]], τὸ ἐπανόρθωμά σοι... μεῖζον [[ἁμάρτημα]] ἔχει ἢ ὃ ἐπανορθοῖς Πλάτ. Πρωτ. 340D, D, Θεαίτ. 183Α, Δημ. 774. 20, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 7, 7., 10. 3, 6.
|lstext='''ἐπανόρθωμα''': τό, [[διόρθωσις]], τὸ ἐπανόρθωμά σοι... μεῖζον [[ἁμάρτημα]] ἔχει ἢ ὃ ἐπανορθοῖς Πλάτ. Πρωτ. 340D, D, Θεαίτ. 183Α, Δημ. 774. 20, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 7, 7., 10. 3, 6.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />action de redresser, correction, amélioration.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπανορθόω]].
}}
}}