3,273,404
edits
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξουσία''': ἡ, ([[ἔξεστι]]) ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν τὴν δύναμιν ἢ τὸ [[δικαίωμα]] τοῦ πράττειν τι, μετ’ ἀπαρ., χαίρειν καὶ νοσεῖν ἐξ. πάρεστι Σοφ. Ἀποσπ. 109· ἐξ. ἐστί μοι Ἀντιφῶν 112. 13, Θουκ. 7. 12· ἐξουσίαν ὁ [[νόμος]] δέδωκε τῷ ἐραστῇ... ἐπαινεῖσθαι Πλάτ. Συμπ. 182Ε· ἐξουσίαν πεποιηκέναι Ἀθηναίων τῷ βουλομένῳ Κρίτων 51Δ, κτλ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐξ. ἔχειν, ἐξ. λαμβάνειν, κτλ., Ἀνδοκ. 23. 14, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24, κτλ.· τῇ τῆς εἰρήνης ἐξουσίᾳ, [[μετὰ]] τῆς ἐλευθερίας ἣν ἐπιτρέπει ἡ [[εἰρήνη]], Δημ. 240. 23· ἐξ. ἔχειν θανάτου Ἀριστ. Ἀποσπ. 374· ἀλλὰ [[μετὰ]] γεν. ἀντικ., πλείστη [[ἐξουσία]] τοῦ λέγειν, πλείστη [[ἐλευθερία]], Πλάτ. Γοργ. 461Ε· ἐν μεγάλῃ ἔξ. τοῦ ἀδικεῖν [[αὐτόθι]] 526Α, πρβλ. Πολ. 554C· [[περί]] τινος, ὁ αὐτὸς ἐν Νὸμοις 936Α· κατὰ τὴν οὐκ ἐξουσίαν τῆς ἀγωνίσεως, δι’ ἔλλειψιν προσόντων ἢ [[διότι]] δὲν εἶχε τὸ [[δικαίωμα]], Θουκ. 5. 50. 2) [[ἔπαρσις]], [[ἀλαζονεία]], Δημ. 559. 24, πρβλ. 403. 26· ἡ [[ἄγαν]] ἐξ., ὁ αὐτὸς 428. 22. ΙΙ. ἀπολ., [[δύναμις]], [[ἐξουσία]], [[ἰσχύς]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ὅ,τι [[εἶναι]] δίκαιον ἢ ὀρθὸν, Εὐρ. Ἀποσπ. 778, Θουκ. 1. 38, πρβλ. 3. 45. 2) [[ἀξίωμα]], [[ἀρχή]], Λατ. potestas, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 135Β· οἱ ἐν ταῖς ἐξουσίαις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5. 3· οἱ ἐν ἐξουσίᾳ ὄντες ὁ αὐτὸς ἐν Ρητ. 2. 6, 9· οἱ ἐπ’ ἐξουσιῶν Ἑβδ. (Δαν. Γ΄, 2)· ἡ ὑπατικὴ ἐξ., τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ ὑπάτου, Διόδ. 14. 113, κτλ.· ἡ ταμιευτικὴ ἐξ. Διον. Ἁλ. 8. 77· ἡ τοῦ θαλάμου ἐξ., κατὰ τοὺς Ρωμ. αὐτοκρατορ. χρόνους ἄρχων τοῦ θαλάμου, κοιτῶνος, ἀρχιθαλαμηπόλος, Ἡρῳδιαν. 1. 12. 3) ὡς ἀφηρημ. οὐσιαστ., τὸ σύνολον τῶν ἀρχόντων, ἡ [[ἀρχή]], Λατ. potestas, οἱ ραβδοῦχοι κελευσθέντες ὑπὸ τῆς ἐξουσίας Διον. Ἁλ. 11. 32· αἱ ἐξουσίαι, αἱ ἀρχαὶ (ὡς λέγομεν νῦν), Πλουτ. Φιλοποίμ. καὶ συχνὸν ἐν τῇ Καιν. Διαθ.: πρβλ. τὴν λέξιν [[τέλος]]. ΙΙ. ὡς τὸ [[περιουσία]], [[ἀφθονία]] ὑπαρχόντων ἢ μέσων, ἐξουσίας [[ἐπίδειξις]] Θουκ. 6. 31, πρβλ. 1. 123· ἐνδεεστέρως ἢ πρὸς τήν ἐξ., ὁ αὐτ. 4, 39· τῶν ἀναγκαίων ἐξ. Πλάτ. Νόμ. 828D. ΙV. [[πομπή]], ἀνὴρ καὶ [[δίχα]] τοσαύτης ἐξουσίας [[ἀξιοθέατος]] Πλουτ. Αἰμίλ. 34, πρβλ. τὸ ἐν τῇ συνηθείᾳ «[[παρουσία]]». | |lstext='''ἐξουσία''': ἡ, ([[ἔξεστι]]) ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν τὴν δύναμιν ἢ τὸ [[δικαίωμα]] τοῦ πράττειν τι, μετ’ ἀπαρ., χαίρειν καὶ νοσεῖν ἐξ. πάρεστι Σοφ. Ἀποσπ. 109· ἐξ. ἐστί μοι Ἀντιφῶν 112. 13, Θουκ. 7. 12· ἐξουσίαν ὁ [[νόμος]] δέδωκε τῷ ἐραστῇ... ἐπαινεῖσθαι Πλάτ. Συμπ. 182Ε· ἐξουσίαν πεποιηκέναι Ἀθηναίων τῷ βουλομένῳ Κρίτων 51Δ, κτλ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐξ. ἔχειν, ἐξ. λαμβάνειν, κτλ., Ἀνδοκ. 23. 14, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 24, κτλ.· τῇ τῆς εἰρήνης ἐξουσίᾳ, [[μετὰ]] τῆς ἐλευθερίας ἣν ἐπιτρέπει ἡ [[εἰρήνη]], Δημ. 240. 23· ἐξ. ἔχειν θανάτου Ἀριστ. Ἀποσπ. 374· ἀλλὰ [[μετὰ]] γεν. ἀντικ., πλείστη [[ἐξουσία]] τοῦ λέγειν, πλείστη [[ἐλευθερία]], Πλάτ. Γοργ. 461Ε· ἐν μεγάλῃ ἔξ. τοῦ ἀδικεῖν [[αὐτόθι]] 526Α, πρβλ. Πολ. 554C· [[περί]] τινος, ὁ αὐτὸς ἐν Νὸμοις 936Α· κατὰ τὴν οὐκ ἐξουσίαν τῆς ἀγωνίσεως, δι’ ἔλλειψιν προσόντων ἢ [[διότι]] δὲν εἶχε τὸ [[δικαίωμα]], Θουκ. 5. 50. 2) [[ἔπαρσις]], [[ἀλαζονεία]], Δημ. 559. 24, πρβλ. 403. 26· ἡ [[ἄγαν]] ἐξ., ὁ αὐτὸς 428. 22. ΙΙ. ἀπολ., [[δύναμις]], [[ἐξουσία]], [[ἰσχύς]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ὅ,τι [[εἶναι]] δίκαιον ἢ ὀρθὸν, Εὐρ. Ἀποσπ. 778, Θουκ. 1. 38, πρβλ. 3. 45. 2) [[ἀξίωμα]], [[ἀρχή]], Λατ. potestas, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 135Β· οἱ ἐν ταῖς ἐξουσίαις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5. 3· οἱ ἐν ἐξουσίᾳ ὄντες ὁ αὐτὸς ἐν Ρητ. 2. 6, 9· οἱ ἐπ’ ἐξουσιῶν Ἑβδ. (Δαν. Γ΄, 2)· ἡ ὑπατικὴ ἐξ., τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦ ὑπάτου, Διόδ. 14. 113, κτλ.· ἡ ταμιευτικὴ ἐξ. Διον. Ἁλ. 8. 77· ἡ τοῦ θαλάμου ἐξ., κατὰ τοὺς Ρωμ. αὐτοκρατορ. χρόνους ἄρχων τοῦ θαλάμου, κοιτῶνος, ἀρχιθαλαμηπόλος, Ἡρῳδιαν. 1. 12. 3) ὡς ἀφηρημ. οὐσιαστ., τὸ σύνολον τῶν ἀρχόντων, ἡ [[ἀρχή]], Λατ. potestas, οἱ ραβδοῦχοι κελευσθέντες ὑπὸ τῆς ἐξουσίας Διον. Ἁλ. 11. 32· αἱ ἐξουσίαι, αἱ ἀρχαὶ (ὡς λέγομεν νῦν), Πλουτ. Φιλοποίμ. καὶ συχνὸν ἐν τῇ Καιν. Διαθ.: πρβλ. τὴν λέξιν [[τέλος]]. ΙΙ. ὡς τὸ [[περιουσία]], [[ἀφθονία]] ὑπαρχόντων ἢ μέσων, ἐξουσίας [[ἐπίδειξις]] Θουκ. 6. 31, πρβλ. 1. 123· ἐνδεεστέρως ἢ πρὸς τήν ἐξ., ὁ αὐτ. 4, 39· τῶν ἀναγκαίων ἐξ. Πλάτ. Νόμ. 828D. ΙV. [[πομπή]], ἀνὴρ καὶ [[δίχα]] τοσαύτης ἐξουσίας [[ἀξιοθέατος]] Πλουτ. Αἰμίλ. 34, πρβλ. τὸ ἐν τῇ συνηθείᾳ «[[παρουσία]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> pouvoir de faire une chose :<br /><b>1</b> liberté, faculté : [[ἐξουσία]] ποιεῖν [[τι]] PLAT donner à qqn la liberté <i>ou</i> le moyen de faire qch;<br /><b>2</b> pouvoir, puissance, autorité : [[οἱ]] [[ἐν]] ἐξουσίᾳ ὄντες ARSTT <i>au sens collect.</i> les magistrats ; juridiction;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> abondance, ressources;<br /><b>2</b> éclat, splendeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἔξειμι]]¹. | |||
}} | }} |