ἔλδομαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔλδομαι''': καὶ [[ἐέλδομαι]], Ἐπ. ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ν. 638, Ὀδ. Δ. 162, οὕτω καὶ Πίνδ. ἐν Ο. 1. 6: ― [[μετὰ]] γεν., ἐπιθυμῶ [[σφόδρα]], ποθῶ, σὴν ἄλοχον, τῆς αἰὲν ἐέλδεαι Ὀδ. Ε. 210· ἐλδόμεναι πεδίοιο (ἐπὶ ἡμιόνων), ποθοῦσαι νὰ φθάσωσιν εἰς αὐτό, Ἰλ. Ψ. 122· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ἐφίεμαι, ἑὸν [[αὐτοῦ]] [[χρεῖος]] ἐελδόμενος Ὀδ. Α. 409, πρβλ. Ἰλ. Ε. 481· ἀπολ., νοστήσας ἐελδομένοισι μάλ’ ἡμῖν Ὀδ. Ω. 400· - ὡς παθ. μόνον [[ἅπαξ]], νῦν τοι ἐελδέσθω [[πόλεμος]], «ἐπιθυμείσθω» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 494. (Τοὺς τύπους [[ἐέλδομαι]] καὶ ἐέλδωρ πρέπει νὰ ἀναγάγωμεν εἰς τὴν √ ΕΛ, πιθαν. τὴν αὐτὴν τῇ √ΒΟΛ, ἐξ ἧς τὸ [[βούλομαι]], κτλ., Λατ. VEL-LE).
|lstext='''ἔλδομαι''': καὶ [[ἐέλδομαι]], Ἐπ. ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ν. 638, Ὀδ. Δ. 162, οὕτω καὶ Πίνδ. ἐν Ο. 1. 6: ― [[μετὰ]] γεν., ἐπιθυμῶ [[σφόδρα]], ποθῶ, σὴν ἄλοχον, τῆς αἰὲν ἐέλδεαι Ὀδ. Ε. 210· ἐλδόμεναι πεδίοιο (ἐπὶ ἡμιόνων), ποθοῦσαι νὰ φθάσωσιν εἰς αὐτό, Ἰλ. Ψ. 122· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ἐφίεμαι, ἑὸν [[αὐτοῦ]] [[χρεῖος]] ἐελδόμενος Ὀδ. Α. 409, πρβλ. Ἰλ. Ε. 481· ἀπολ., νοστήσας ἐελδομένοισι μάλ’ ἡμῖν Ὀδ. Ω. 400· - ὡς παθ. μόνον [[ἅπαξ]], νῦν τοι ἐελδέσθω [[πόλεμος]], «ἐπιθυμείσθω» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 494. (Τοὺς τύπους [[ἐέλδομαι]] καὶ ἐέλδωρ πρέπει νὰ ἀναγάγωμεν εἰς τὴν √ ΕΛ, πιθαν. τὴν αὐτὴν τῇ √ΒΟΛ, ἐξ ἧς τὸ [[βούλομαι]], κτλ., Λατ. VEL-LE).
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> aspirer à, souhaiter, désirer : τινος, [[τι]], qch;<br /><b>2</b> <i>Pass.</i> être désiré.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝελ = volo, vouloir, désirer.
}}
}}