ἐπιβομβέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβομβέω''': [[κάμνω]] βόμβον κατόπιν ἄλλου ποιοῦντός τι, ὁ δὲ αὐλεῖ τῷ κέρατι, ὁ δὲ ἐπιβομβεῖ τῷ τυμπάνῳ Λουκ. π. Θεῶν 12. 1.
|lstext='''ἐπιβομβέω''': [[κάμνω]] βόμβον κατόπιν ἄλλου ποιοῦντός τι, ὁ δὲ αὐλεῖ τῷ κέρατι, ὁ δὲ ἐπιβομβεῖ τῷ τυμπάνῳ Λουκ. π. Θεῶν 12. 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />bourdonner sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[βομβέω]].
}}
}}