3,277,119
edits
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπικροτέω''': ποιῶ κρότον ἐπί τινος, τὰ δ’ ἅρματα ἐπικροτέοντα πέτοντο, ἐτινάσσοντο [[ὑπεράνω]] τοῦ ἐδάφους κροτοῦντα, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 308: ― μετ’ αἰτ., κτυπῶ [[μετὰ]] κρότου, [[συγκρούω]], τὰ κύμβαλα Ἀλκίφρων 1. 12˙ [[γένειον]] Ὀππ. Κ. 2. 244. 2) κροτῶ τὰς χεῖρας, ἐπευφημῶ, ἐπιδοκιμάζω, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 304, Πλουτ. Ἀντών. 12, Λουκ. Χάρ. 8: ― μεταγεν., ἡμῶν δὲ ἐξ ἀπειρίας τὼ χεῖρε ἐπικροτούντων Συνέσ. 166D. 3) [[μετὰ]] δοτ. ὀργανικῆς, ἐπικροτῶν τοῖς ὁδοῦσι Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 21˙ ἐπ. τοῖς δακτύλοις (ὡς νῦν οἱ ὀρχούμενοι), Λατ. digitis crepare, Εὐστ. 1602. 10˙ ἀπολ., Ἀριστόβ. παρ’ Ἀθην. 530Β. | |lstext='''ἐπικροτέω''': ποιῶ κρότον ἐπί τινος, τὰ δ’ ἅρματα ἐπικροτέοντα πέτοντο, ἐτινάσσοντο [[ὑπεράνω]] τοῦ ἐδάφους κροτοῦντα, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 308: ― μετ’ αἰτ., κτυπῶ [[μετὰ]] κρότου, [[συγκρούω]], τὰ κύμβαλα Ἀλκίφρων 1. 12˙ [[γένειον]] Ὀππ. Κ. 2. 244. 2) κροτῶ τὰς χεῖρας, ἐπευφημῶ, ἐπιδοκιμάζω, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 304, Πλουτ. Ἀντών. 12, Λουκ. Χάρ. 8: ― μεταγεν., ἡμῶν δὲ ἐξ ἀπειρίας τὼ χεῖρε ἐπικροτούντων Συνέσ. 166D. 3) [[μετὰ]] δοτ. ὀργανικῆς, ἐπικροτῶν τοῖς ὁδοῦσι Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 21˙ ἐπ. τοῖς δακτύλοις (ὡς νῦν οἱ ὀρχούμενοι), Λατ. digitis crepare, Εὐστ. 1602. 10˙ ἀπολ., Ἀριστόβ. παρ’ Ἀθην. 530Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />faire du bruit : τοῖς ὀδοῦσι LUC claquer des dents ; <i>abs.</i> ἐπικροτεῖν applaudir : τινι qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίκροτος]]. | |||
}} | }} |