3,271,499
edits
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιμελέομαι''': καὶ [[ἐπιμέλομαι]], - τὸ τελευταῖον ἀείποτε παρ’ Ἡρόδ. (1. 98., 2. 174, κτλ), [[ὡσαύτως]] καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. (Θουκ. 6. 54., 7. 39, Λυσ. 110. 28, Πλάτ. Γοργ. 516Β, κτλ., διωρθώθη δὲ ἁπανταχοῦ ὑπὸ Λ. Δινδορφ. ἐν Ξεν., ἴδε ἐν Κύρ. 1. 2, 10, Ἀπομν. 1. 1, 19· ἀλλὰ τὸ [[ἐπιμελέομαι]] ἐπικρατεῖ ἐν τοῖς ἀντιγράφ. καὶ ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Εὐρ. Φοιν. 556: - μέλλ. ἐπιμελήσομαι Ἡρόδ. 5. 29,. Θουκ., κλ. (ὁ [[τύπος]] ἐπιμεληθήσομαι [[εἶναι]] διάφ. γραφ. ἐν Ξεν Ἀπομν. 2. 7, 8, Αἰσχίν. 57. 39): - ἀόρ. ἐπεμελήθην Ἡρόδ. 8. 109, Θουκ. 8. 68, Ἰσοκρ. 48Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 11 (ἐπεμελησάμην μόνον παρὰ μεταγεν., Συλλ. Ἐπιγρ. 2802, Γαλην.· ἐν Διοδ. 2. 44 ὁ Βεκκ. ἔγραψεν ἐπιμελομένην): - πρκμ. ἐπιμεμέλημαι Θουκ. 6. 41: Ἀποθ. ([[μέλομαι]]). Λαμβάνω φροντίδα τινός, [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, ἐπιμελοῦμαι, ἐπιστατῶ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀμελέω]], σπάνιον παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἐν Εὐρ. Φοιν. 556, συχνὸν παρὰ τοῖς πεζογράφοις· [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμένου, Ἡρόδ. 1. 98., 5. 29, Ἀριστοφ. Σφ. 154, Πλ. 1117, Θουκ. 3. 25, κτλ.· [[περί]] τινος Ξεν. Ἀν. 5. 7, 10· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 12· [[περί]] τινα Πλάτ. Μενέξ. 248Ε· - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[λαμβάνω]] φροντίδα, [[φροντίζω]] [[ὥστε]]..., πλὴν καθ’ ὅσον ἀεί τινα ἐπεμέλοντο σφῶν αὐτῶν ἐν ταῖς ἀρχαῖς [[εἶναι]] Θουκ. 6. 54, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 10· ἢ [[μετὰ]] γεν. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν τῷ Οἰκ. 20, 9· ἑπομένου τοῦ [[ὅπως]] μεθ’ ὁριστικῆς μέλλοντος ἢ ὑποτακτικῆς ἀόρ., Θουκ. 4. 118, Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 2, κτλ. (παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἑλλην. 6. 5, 37 ἀντὶ ὀμόσαιμεν ἀναγίνωσκε ὀμόσωμεν [[μετὰ]] τὸ ὧν αὐτοὶ ἐπεμελήθητε ὅρκων [[ὅπως]]...)· καὶ ἑπομένου τοῦ ὡς μετ’ εὐκτικῆς (παρῳχημένου χρόνου ἡγουμένου), ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 1, 5, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] ἐπ. τινὸς [[ὅπως]] ἔσται Πλάτ. Εὐθύφρων 2D: - [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδ. ἐπιθ. καὶ αἰτ., [[προσέχω]], [[λαμβάνω]] φροντίδα ἐν σχέσει [[πρός]] τι, Ἡρόδ. 2. 174, Θουκ. 6. 41, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 4, κτλ. (ἐν Εὐρ. Φοιν. 556 ἡ αἰτ. ἀναφέρεται εἰς τὸ ἔχοντες): - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἐπιμελεῖσθαι πᾶσαν ἐπιμέλειαν Πλάτ. Πρωτ. 325C: - ἀπολ., δίδω προσοχήν, [[προσέχω]], Ἡρόδ. 2. 2. 2) ἐπὶ δημοσίων ὑπουργημάτων, ἔχω τὴν τήρησιν ἢ τὴν ἐπιστασίαν τινός, εἶμαι [[ἐπιμελητής]] τινος, οἷς ὑπὸ τῆς πόλεως... προστέτακται τῶν μοριῶν ἐλαιῶν ἐπιμελεῖσθαι Λυσ. 7. 29· τῶν δεκάδων Ξεν. Κύρ. 8. 1, 14· τοῦ δρόμου ὁ αὐτ. Ἀν. 4. 8, 25· τῶν ἱερῶν Πλάτ. Πολ. 331D· τῶν ὁδῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 4011· πρβλ. [[ἐπιμελητής]]. 3) ἀσχολοῦμαι ἢ καταγίνομαι εἴς τι ἢ τέχνην τινά, κτλ., δυοῑν τέχναιν Δημ. 823. 10· τῆς μαντικῆς, τοῦ λέγειν δύνασθαι, κτλ., Ξεν. Κύρ. 7. 5, 71, κτλ.· περὶ τῆς μουσικῆς Πλάτ. Νόμοι 812Ε· [[ὑπὲρ]] τῆς στρατηγίας Ξεν Κύρ. 1. 6, 12. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 435. | |lstext='''ἐπιμελέομαι''': καὶ [[ἐπιμέλομαι]], - τὸ τελευταῖον ἀείποτε παρ’ Ἡρόδ. (1. 98., 2. 174, κτλ), [[ὡσαύτως]] καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. (Θουκ. 6. 54., 7. 39, Λυσ. 110. 28, Πλάτ. Γοργ. 516Β, κτλ., διωρθώθη δὲ ἁπανταχοῦ ὑπὸ Λ. Δινδορφ. ἐν Ξεν., ἴδε ἐν Κύρ. 1. 2, 10, Ἀπομν. 1. 1, 19· ἀλλὰ τὸ [[ἐπιμελέομαι]] ἐπικρατεῖ ἐν τοῖς ἀντιγράφ. καὶ ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Εὐρ. Φοιν. 556: - μέλλ. ἐπιμελήσομαι Ἡρόδ. 5. 29,. Θουκ., κλ. (ὁ [[τύπος]] ἐπιμεληθήσομαι [[εἶναι]] διάφ. γραφ. ἐν Ξεν Ἀπομν. 2. 7, 8, Αἰσχίν. 57. 39): - ἀόρ. ἐπεμελήθην Ἡρόδ. 8. 109, Θουκ. 8. 68, Ἰσοκρ. 48Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 11 (ἐπεμελησάμην μόνον παρὰ μεταγεν., Συλλ. Ἐπιγρ. 2802, Γαλην.· ἐν Διοδ. 2. 44 ὁ Βεκκ. ἔγραψεν ἐπιμελομένην): - πρκμ. ἐπιμεμέλημαι Θουκ. 6. 41: Ἀποθ. ([[μέλομαι]]). Λαμβάνω φροντίδα τινός, [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, ἐπιμελοῦμαι, ἐπιστατῶ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀμελέω]], σπάνιον παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἐν Εὐρ. Φοιν. 556, συχνὸν παρὰ τοῖς πεζογράφοις· [[μετὰ]] γεν. ἀντικειμένου, Ἡρόδ. 1. 98., 5. 29, Ἀριστοφ. Σφ. 154, Πλ. 1117, Θουκ. 3. 25, κτλ.· [[περί]] τινος Ξεν. Ἀν. 5. 7, 10· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 12· [[περί]] τινα Πλάτ. Μενέξ. 248Ε· - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., [[λαμβάνω]] φροντίδα, [[φροντίζω]] [[ὥστε]]..., πλὴν καθ’ ὅσον ἀεί τινα ἐπεμέλοντο σφῶν αὐτῶν ἐν ταῖς ἀρχαῖς [[εἶναι]] Θουκ. 6. 54, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 10· ἢ [[μετὰ]] γεν. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν τῷ Οἰκ. 20, 9· ἑπομένου τοῦ [[ὅπως]] μεθ’ ὁριστικῆς μέλλοντος ἢ ὑποτακτικῆς ἀόρ., Θουκ. 4. 118, Ξεν. Ἀπομν. 2. 10, 2, κτλ. (παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἑλλην. 6. 5, 37 ἀντὶ ὀμόσαιμεν ἀναγίνωσκε ὀμόσωμεν [[μετὰ]] τὸ ὧν αὐτοὶ ἐπεμελήθητε ὅρκων [[ὅπως]]...)· καὶ ἑπομένου τοῦ ὡς μετ’ εὐκτικῆς (παρῳχημένου χρόνου ἡγουμένου), ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 1, 5, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] ἐπ. τινὸς [[ὅπως]] ἔσται Πλάτ. Εὐθύφρων 2D: - [[ὡσαύτως]] μετ’ οὐδ. ἐπιθ. καὶ αἰτ., [[προσέχω]], [[λαμβάνω]] φροντίδα ἐν σχέσει [[πρός]] τι, Ἡρόδ. 2. 174, Θουκ. 6. 41, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 4, κτλ. (ἐν Εὐρ. Φοιν. 556 ἡ αἰτ. ἀναφέρεται εἰς τὸ ἔχοντες): - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἐπιμελεῖσθαι πᾶσαν ἐπιμέλειαν Πλάτ. Πρωτ. 325C: - ἀπολ., δίδω προσοχήν, [[προσέχω]], Ἡρόδ. 2. 2. 2) ἐπὶ δημοσίων ὑπουργημάτων, ἔχω τὴν τήρησιν ἢ τὴν ἐπιστασίαν τινός, εἶμαι [[ἐπιμελητής]] τινος, οἷς ὑπὸ τῆς πόλεως... προστέτακται τῶν μοριῶν ἐλαιῶν ἐπιμελεῖσθαι Λυσ. 7. 29· τῶν δεκάδων Ξεν. Κύρ. 8. 1, 14· τοῦ δρόμου ὁ αὐτ. Ἀν. 4. 8, 25· τῶν ἱερῶν Πλάτ. Πολ. 331D· τῶν ὁδῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 4011· πρβλ. [[ἐπιμελητής]]. 3) ἀσχολοῦμαι ἢ καταγίνομαι εἴς τι ἢ τέχνην τινά, κτλ., δυοῑν τέχναιν Δημ. 823. 10· τῆς μαντικῆς, τοῦ λέγειν δύνασθαι, κτλ., Ξεν. Κύρ. 7. 5, 71, κτλ.· περὶ τῆς μουσικῆς Πλάτ. Νόμοι 812Ε· [[ὑπὲρ]] τῆς στρατηγίας Ξεν Κύρ. 1. 6, 12. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 435. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ἐπιμελήσομαι <i>ou</i> ἐπιμεληθήσομαι, <i>ao.</i> ἐπεμελήθην, <i>postér.</i> ἐπεμελησάμην, <i>pf.</i> ἐπιμεμέλημαι;<br /><b>1</b> avoir soin de, s’occuper de, veiller à : τινος, [[περί]] τινος, [[ὑπέρ]] τινος prendre soin de qqn <i>ou</i> de qch ; <i>avec</i> [[ὅπως]] <i>ou</i> [[ὡς]] veiller à ce que ; <i>avec</i> [[ὅπως]] [[μή]] veiller à ce que … ne;<br /><b>2</b> prendre soin d’une chose, être chargé de, diriger, être préposé à, gén.;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> s’occuper de, s’appliquer à, s’exercer à (la pratique d’un art, d’une science, <i>etc.</i>) gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], μελέομαι. | |||
}} | }} |