ἐπίσυρμα: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίσυρμα''': τό, πᾶν ὅ,τι σύρεται κατόπιν τινός, ἡ οὐρὰ ὄφεως, Ἱππ. Ἐπ. 1277· ἡ γραμμὴ ἢ τὸ [[ἴχνος]] [[ὅπερ]] γίνεται [[ὅταν]] τις σύρῃ τι κατὰ γῆς, Ξεν. Κυν. 9, 18.
|lstext='''ἐπίσυρμα''': τό, πᾶν ὅ,τι σύρεται κατόπιν τινός, ἡ οὐρὰ ὄφεως, Ἱππ. Ἐπ. 1277· ἡ γραμμὴ ἢ τὸ [[ἴχνος]] [[ὅπερ]] γίνεται [[ὅταν]] τις σύρῃ τι κατὰ γῆς, Ξεν. Κυν. 9, 18.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sillon que laisse après soi une chose qui balaie le sol.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισύρω]].
}}
}}