3,277,002
edits
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίπᾰγος''': ὁ, ([[ἐπιπήγνυμι]]) πεπηγυῖα ἢ πηκτὴ καὶ στερεὰ ὕλη σχηματιζομένη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας πολλῶν πραγμάτων, «τσίπα» ἢ «κροῦστα», Διοσκ. 1. 134, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9· [[ἁλώδης]] Πλούτ. 2. 627F. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «[[ἐπίπαγος]]· τὸ ἐπὶ τῶν ἑψομένων, ἡ [[γραῦς]]». | |lstext='''ἐπίπᾰγος''': ὁ, ([[ἐπιπήγνυμι]]) πεπηγυῖα ἢ πηκτὴ καὶ στερεὰ ὕλη σχηματιζομένη ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας πολλῶν πραγμάτων, «τσίπα» ἢ «κροῦστα», Διοσκ. 1. 134, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9· [[ἁλώδης]] Πλούτ. 2. 627F. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «[[ἐπίπαγος]]· τὸ ἐπὶ τῶν ἑψομένων, ἡ [[γραῦς]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />crème <i>ou</i> croûte à la surface d’un liquide.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πάγος]]. | |||
}} | }} |