3,276,932
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔποικος''': ὁ, ὁ ἐγκατασταθεὶς μεταξὺ ξένων, Πινδ. Ο. 9. 105· [[ἐντεῦθεν]], [[ξένος]], [[ἀλλότριος]], ὁ μηδὲν [[δικαίωμα]] πολιτικὸν κεκτημένος, παραπλήσιον τοῦ [[μέτοικος]], Σοφ. Ἠλ. 189 (ὡς θηλ.), πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 742Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 2602. 2) συνηθέστερον, ὁ ἀπερχόμενος ἢ πεμπόμενός που ὡς [[μετανάστης]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1307· ἐποίκους πέμπειν, ἀποστέλλειν Θουκ. 2. 27 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.), Ἰσοκρ. 83C· δέχεσθαι, ἐπάγεσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 11 καὶ 13· πρβλ. [[ἄποικος]], [[σύνοικος]]. ΙΙ. [[γείτων]], γειτονικός, ἐπ. Ἀσίας ἁγνᾶς [[ἕδος]] Αἰσχύλ. Πρ. 410· γειτνιάζων, Σοφ. Ο. Κ. 506. | |lstext='''ἔποικος''': ὁ, ὁ ἐγκατασταθεὶς μεταξὺ ξένων, Πινδ. Ο. 9. 105· [[ἐντεῦθεν]], [[ξένος]], [[ἀλλότριος]], ὁ μηδὲν [[δικαίωμα]] πολιτικὸν κεκτημένος, παραπλήσιον τοῦ [[μέτοικος]], Σοφ. Ἠλ. 189 (ὡς θηλ.), πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 742Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 2602. 2) συνηθέστερον, ὁ ἀπερχόμενος ἢ πεμπόμενός που ὡς [[μετανάστης]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1307· ἐποίκους πέμπειν, ἀποστέλλειν Θουκ. 2. 27 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ.), Ἰσοκρ. 83C· δέχεσθαι, ἐπάγεσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 3, 11 καὶ 13· πρβλ. [[ἄποικος]], [[σύνοικος]]. ΙΙ. [[γείτων]], γειτονικός, ἐπ. Ἀσίας ἁγνᾶς [[ἕδος]] Αἰσχύλ. Πρ. 410· γειτνιάζων, Σοφ. Ο. Κ. 506. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui habite auprès, voisin, gén.;<br /><b>II.</b> qui vient s’établir dans un pays :<br /><b>1</b> colon;<br /><b>2</b> étranger.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[οἶκος]]. | |||
}} | }} |