3,277,048
edits
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρημαῖος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ἐρῆμος]], ἔρημος, κοινῶς «ἔρμος», «ὁλομόναχος», Μόσχ. 3. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 672, κτλ.· [[σιωπηλός]] νὺξ Ἐμπεδ. 252· ἐγκαταλελειμμένος, νεοσσοὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1298: [[μετὰ]] γεν., ἐστερημένος τινός, Ἀνθ. Π. 9. 439. | |lstext='''ἐρημαῖος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ἐρῆμος]], ἔρημος, κοινῶς «ἔρμος», «ὁλομόναχος», Μόσχ. 3. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 672, κτλ.· [[σιωπηλός]] νὺξ Ἐμπεδ. 252· ἐγκαταλελειμμένος, νεοσσοὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1298: [[μετὰ]] γεν., ἐστερημένος τινός, Ἀνθ. Π. 9. 439. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> désert, solitaire;<br /><b>2</b> privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἔρημος]]. | |||
}} | }} |