ἐρίκλαυστος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρίκλαυστος''': καὶ -κλαυτος, ον, ὁ κλαίων πολύ, Ἀνθ. Π. 7. 560, Συλλλ. Ἐπιγρ. 400. 11. ΙΙ. Παθ. [[πολύκλαυστος]], [[πολυθρήνητος]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 668.
|lstext='''ἐρίκλαυστος''': καὶ -κλαυτος, ον, ὁ κλαίων πολύ, Ἀνθ. Π. 7. 560, Συλλλ. Ἐπιγρ. 400. 11. ΙΙ. Παθ. [[πολύκλαυστος]], [[πολυθρήνητος]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 668.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />pleuré avec beaucoup de larmes.<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, [[κλαίω]].
}}
}}