ἔρυμα: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔρῠμα''': τὸ, (ἐρύομαι) [[φυλακτήριον]], [[προφυλακτήριον]] [[μέσον]], μίτρης θ’ ἣν ἐφόρει [[ἔρυμα]] [[χροός]], «καὶ τῆς μίτρας, ᾗ ἐζώννυτο, [[φύλαγμα]] τοῦ σώματος ἔχων αὐτήν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 137. ἐπὶ χλαίνης καὶ χιτῶνος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 534· θώρακας, ἐρύματα σωμάτων Ξεν. Κύρ. 4. 3, 9· ἔρ. νιφετοῦ, [[σκέπη]], [[προφύλαγμα]] [[ἐναντίον]] τοῦ..., Καλλ. Ἀποσπ. 142· τὸ [[ἔρυμα]] τοῦ τείχους ἐφυλάσσετο Ἡρόδ. 7. 223· 225· περιβαλέσθαι [[ἕρκος]], ἔρ. τῶν νεῶν ὁ αὐτ. 9. 96, πρβλ. Θουκ. 8. 40· ἔρ. Τρώων, [[τεῖχος]] τῆς Τροίας, Σοφ. Αἴ. 467· ἔρ. λίθοις ὀρθοῦν, [[πρόχωμα]], Θουκ. 6. 66· ἔρ. τειχίζεσθαι, τειχίζειν ὁ αὐτ. Α. 11, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 46· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ποταμοῦ ἣ χαρακώματος ἐν χρήσει πρὸς στρατιωτικὴν ἄμυναν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 4, 22· 2) ἀμυντήριον, ἔρ. χώρας, περὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 791· [[στήριγμα]], παῖδας ἔρ. δώμασι Εὐρ. Μήδ. 597· [[ἔρυμα]] πολεμίας [[χερός]], ἀμυντήριον [[ἐναντίον]] ἐχθρικῆς χειρός, [[αὐτόθι]] 1322· πρβλ. [[ἕρμα]] Ι. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀχύρωμα]]. [[φυλακή]], [[κάλυμμα]], [[φύλαγμα]]». [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ἔρυμα]], [[φύλαγμα]] καὶ [[τεῖχος]], [[ἀσφάλισμα]]».
|lstext='''ἔρῠμα''': τὸ, (ἐρύομαι) [[φυλακτήριον]], [[προφυλακτήριον]] [[μέσον]], μίτρης θ’ ἣν ἐφόρει [[ἔρυμα]] [[χροός]], «καὶ τῆς μίτρας, ᾗ ἐζώννυτο, [[φύλαγμα]] τοῦ σώματος ἔχων αὐτήν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 137. ἐπὶ χλαίνης καὶ χιτῶνος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 534· θώρακας, ἐρύματα σωμάτων Ξεν. Κύρ. 4. 3, 9· ἔρ. νιφετοῦ, [[σκέπη]], [[προφύλαγμα]] [[ἐναντίον]] τοῦ..., Καλλ. Ἀποσπ. 142· τὸ [[ἔρυμα]] τοῦ τείχους ἐφυλάσσετο Ἡρόδ. 7. 223· 225· περιβαλέσθαι [[ἕρκος]], ἔρ. τῶν νεῶν ὁ αὐτ. 9. 96, πρβλ. Θουκ. 8. 40· ἔρ. Τρώων, [[τεῖχος]] τῆς Τροίας, Σοφ. Αἴ. 467· ἔρ. λίθοις ὀρθοῦν, [[πρόχωμα]], Θουκ. 6. 66· ἔρ. τειχίζεσθαι, τειχίζειν ὁ αὐτ. Α. 11, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 46· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ποταμοῦ ἣ χαρακώματος ἐν χρήσει πρὸς στρατιωτικὴν ἄμυναν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 4, 22· 2) ἀμυντήριον, ἔρ. χώρας, περὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 791· [[στήριγμα]], παῖδας ἔρ. δώμασι Εὐρ. Μήδ. 597· [[ἔρυμα]] πολεμίας [[χερός]], ἀμυντήριον [[ἐναντίον]] ἐχθρικῆς χειρός, [[αὐτόθι]] 1322· πρβλ. [[ἕρμα]] Ι. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀχύρωμα]]. [[φυλακή]], [[κάλυμμα]], [[φύλαγμα]]». [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ἔρυμα]], [[φύλαγμα]] καὶ [[τεῖχος]], [[ἀσφάλισμα]]».
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />tout ce qui sert à protéger, abri, défense (vêtement, cuirasse, armure, <i>etc.</i>) : [[ἔρυμα]] [[χροός]] IL armure qui protège la peau ; θώρακας ἐρύματα σωμάτων XÉN des cuirasses qui protègent le corps ; [[ἔρυμα]] πολεμίας χερός EUR protection contre l’attaque de l’ennemi ; <i>particul.</i> rempart.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρύω]].
}}
}}