εὐάγγελος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐάγγελος''': -ον, (ἀγγέλλω) φέρων καλὰς ἀγγελίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 22· ἐλπίδες [[αὐτόθι]] 262, κτλ.· σωτηρίων πραγμάτων εὐαγγ. [[αὐτόθι]] 646 [[φήμη]] εὐ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5973b. II. Καθ’ Ἡσύχ. «Εὐάγγελος· ὁ [[Ἑρμῆς]]».
|lstext='''εὐάγγελος''': -ον, (ἀγγέλλω) φέρων καλὰς ἀγγελίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 22· ἐλπίδες [[αὐτόθι]] 262, κτλ.· σωτηρίων πραγμάτων εὐαγγ. [[αὐτόθι]] 646 [[φήμη]] εὐ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5973b. II. Καθ’ Ἡσύχ. «Εὐάγγελος· ὁ [[Ἑρμῆς]]».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui apporte une bonne nouvelle, qui marque un événement heureux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄγγελος]].
}}
}}