ἐτνήρυσις: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐτνήρῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἀρύω]]) [[κοχλιάριον]] δι’ οὗ ταράσσουσιν ἤ ἐξάγουσι τὸ [[ἔτνος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 245, Ἀποσπ. 612. Πρβλ. [[ἐτνοδόνος]] καὶ ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἐτνήρῠσις''': -εως, ἡ, ([[ἀρύω]]) [[κοχλιάριον]] δι’ οὗ ταράσσουσιν ἤ ἐξάγουσι τὸ [[ἔτνος]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 245, Ἀποσπ. 612. Πρβλ. [[ἐτνοδόνος]] καὶ ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />sorte de cuiller.<br />'''Étymologie:''' [[ἔτνος]], [[ἀρύω]].
}}
}}